Συγυρίζω τα βιβλία μου. Και της μάνας. Η μάνα είναι ακόμη πιο ακατάστατη από μένα. Όπου βρει χώρο ακουμπάει ότι ήτανε αυτό που ήθελε να ακουμπήσει. Τα βιβλία δε, τοποθετούνται σπανίως καθέτως, μονίμως οριζοντίως, όχι μόνο σε βιβλιοθήκες, αλλά και σε ντουλάπια, κάτω και πάνω από τραπέζια, γενικώς, ελεύθερη επιφάνεια να είναι, καλά είναι. Η μάνα διαβάζει περισσότερο από μένα. Σπάνια ασχολούμαστε η μία με τα βιβλία της άλλης. Ανακάλυψα λοιπόν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που θα ήθελα να διαβάσω. Βρήκα και αρκετά διπλά. Και οι δυο τα είχαμε διαλέξει. Βρήκα και πολλά αδιάβαστα δικά μου. Και μισοτελειωμένα. Και αγαπημένα που θέλω να τα ξαναδιαβάσω για να τα θυμηθώ. Και άλλα ξεχασμένα που όμως με έλκουν ακόμη. Οπότε για την επόμενη δεκαετία είμαι καλυμμένη. (δε νομίζω!)
Υπάρχουν όμως και μερικά βιβλία που είναι πολύ ιδιαίτερα. Γιατί κουβαλούν μια ιστορία. Του πότε αποκτηθήκανε και πως, που διαβαστήκανε, ποια κατάσταση ζούσα και με αυτή συνδεθήκανε. O Walter Benjamin, προσπαθώντας να εξηγήσει ποια βιβλία έχουν πραγματική αξία για τον συλλέκτη, μιλάει ακριβώς για αυτή την εμπειρία της προ-ιστορίας και μετά-ιστορίας του βιβλίου. Έτσι, όπως τα παίρνω στα χέρια μου, νοιώθω ότι παίρνω κομμάτια της ζωής μου, και οι μνήμες έρχονται απανωτές. Χρειάστηκε μεγάλη αυτοσυγκράτηση για να μη παρατήσω το "έργον" και να αρχίσω να διαβάζω, να αναπολώ.
Ώσπου έπιασα στα χέρια μου αυτό που θεωρώ ότι είναι το πιο ιδιαίτερο βιβλίο που έχω στη κατοχή μου. Εκεί, η αντίσταση δεν είχε νόημα πια. Κάθισα και το ξεφύλλισα. Δεν το έχω διαβάσει. Όταν το απέκτησα, στα 15 χρόνια μου, ήταν πολύ πέρα από τις δυνατότητες μου. Και τώρα δυσκολεύομαι. Και ούτως ή άλλως, το κρατώ στα χέρια και η σκέψη φεύγει από τις λέξεις, πηγαίνει στη προιστορία. Γιατί αυτό το βιβλίο είναι συνδεδεμένο με έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο, στον οποίο οφείλω πολλά, και ο οποίος δε ζει πια.
Ο Γρηγόρης, είχε ένα βιβλιοπωλείο, από αυτά που δε βρίσκεις πια, ένα βιβλιοπωλείο που πουλούσε μόνο βιβλία, και ότι ήταν εκεί μέσα είχε διαβαστεί από τον βιβλιοπώλη. Όποιος έμπαινε στο Ζερμινάλ δεν ήταν πελάτης αλλά αναγνώστης, και ο Γρηγόρης καταλάβαινε το γούστο και τις ανησυχίες και πρότεινε. Εγώ ξεκίνησα να πηγαίνω στο Ζερμινάλ 10 χρονών. Με περιορισμένο χαρτζιλίκι, ο Γρηγόρης μου έδινε που και που τα δείγματα δωρεάν ορισμένων βιβλίων. Enid Blyton σε ροζ χαρτί. Μου άρεσε να πηγαίνω εκεί και να κάθομαι, να ψαχουλεύω και να ξεφυλλίζω, να ρωτάω και να ανακαλύπτω. Συζητάγαμε με τις ώρες, και όταν έκλεινε το μαγαζί ανεβαίναμε στο παταράκι, μαξιλάρια στο πάτωμα, κρασάκι, μουσική και συζητάγαμε κι άλλο. Ο Γρηγόρης μου έμαθε τον Μπουκόφσκι, τον Κέρουακ, τον Traven, τον Battaile, τους Θλιβερούς Τροπικούς κι άλλα πολλά. (Ότι δε μπορούσα να βρω στη βιβλιοθήκη του σχολείου μου, γιατί ήμουν τυχερή και είχα πρόσβαση, σε μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ελλάδας, ενημερωμένη αλλά απευθυνόμενη σε μαθητές.) Ήταν λάτρης της όπερας, ιδιαίτερα του Βάγκνερ (είχα βαρεθεί να ακούω Τριστάνο και Ιζόλδη). Του άρεσαν οι περιηγήσεις στη φύση και μιλούσε με ενθουσιασμό για το ταξίδι του στις όχθες του Σηκουάνα. Ένα μήνα, περπάταγε και κοιμόταν δίπλα στο Σηκουάνα. Δε θυμάμαι μέχρι που είχε φτάσει. Το μεγάλο του όνειρο ήταν να ανέβει στο Έβερεστ. Μάζευε χρήματα και κατάφερε επιτέλους να πάει όταν εγώ ήμουν 16. Πήρε μαζί του το δεκατετράχρονο γιό του, αλλά όταν έφτασαν εκεί ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για τη τελική ανάβαση. Άφησε το γιό του πίσω και ξεκίνησε μόνος. Δε μπορούσε να αντέξει ότι έφτασε ως εκεί και θα έφευγε χωρίς να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Δεν επέστρεψε. Ο θάνατος του ήταν ίσως τραγικός, αλλά νοιώθω και ταιριαστός για όλα αυτά που εκπροσωπούσε.
Την εποχή λοιπόν που πήγαινα στο Ζερμινάλ ήμουνα τρελαμένη με τον Μυριβήλη. Μέσα σε ένα από τα βιβλία του Μυριβήλη, εκεί που αναγράφει «του ιδίου συγγραφέως», αναφερότανε και αυτό. "Το τραγούδι της γης". Πουθενά αλλού, μόνο σε ένα. Έκανε τα απαραίτητα τηλεφωνήματα ο Γρηγόρης και δεν έβρισκε τίποτα. Έψαξε και στο Μοναστηράκι και μια μέρα μου το έφερε. Μία υπέροχη δερματόδετη έκδοση, με χαρακτικά του Φάνη Σακελλαρίου, 1956. Ένας ύμνος στο θεϊκό θαύμα της γης, της φύσης, της ζωής.
Ανοίγω τυχαία και διαβάζω
" Άκουγα τα βήματα των ανθρώπων χωρίς να βλέπω τους ανθρώπους.
Καθένα τραβούσε προς το ριζικό του με το δικό του ρυθμό"
Και ξανά, τυχαία,
"Σώσε τις αμαρτίες μου από κάθε συγχώρεση, Κύριε, μην αλαφρώσεις το δούλο σου από τη βαριά συνείδηση της Γης"
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Τί υπέροχος άνθρωπος... τυχερή είσαι που τον γνώρισες. Και πραγματικά, τραγική μοίρα, για έναν άνθρωπο που δεν έβαζε φραγμούς και πρέπει στη ζωή του.
ω! αλκιμήδη
κι έτσι μετά απ αυτό το ποστ θα σου εξομολογηθώ τη μεγάλη μου λατρεία, βιβλία, βιβλία, βιβλία.
Υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από το να είσαι ανάμεσα σε βιβλία γνωστά και άγνωστα, να τα ξεφυλλίζεις, να τα μισοδιαβάζεις, να παίρνεις αφορμές για διάφορους συνδυασμούς σκέψεων, συλλήψεων και εμπνεύσεων;
Δεν αποτυπώνουν τα βιβλία τον κόσμο, ο κόσμος πασχίζει να μοιάσει στα βιβλία
Ναι Αλεξάνδρα, πολύ τυχερή. Αν δεν είχα πέσει πάνω στο Γρηγόρη (και κάποιους άλλους), θα ήμουνα ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος, λόγω του σχολείου που πήγαινα.
Μάρκο, ο πρώτος έρωτας και παντοτινός τα βιβλία και για μένα. Μόνο που το μυαλό δε δουλεύει καλά και ξεχνάω αυτά που έχω διαβάσει. Φαίνεται, είναι στη φύση να τους προδίδουμε τους εραστές :)
Πολύ ωραίο κείμενο Αλκιμήδη. Συμπάσχω και μ'αυτό που λες ότι ξεχνάμε τα βιβλία που έχουμε διαβάσει...
Αλκιμηδη, νομιζω οτι τελευταια ξεδιπλωνεις συγγραφικο ταλεντο...
Δημοσίευση σχολίου