Επιτέλους στο νησί, εδώ που ανήκω, εδώ που όλα είναι γνώριμα, φιλικά, ακόμη και εγώ.
Εδώ, η ζωή και τα πάθη της Αθήνας φαίνονται σαν να συμβαίνουν σε άλλη. Και η ζωή και το παρελθόν της άλλης είναι απλωμένη μπροστά μου και τα παρατηρώ, με απορία και ειρωνία.
Και επειδή πολύ ως αγία και πονεμένη παρουσιάζομαι θα σας πω και μιά άλλη ιστορία. Ουδείς αναμάρτητος. (Και έχω αρκετές τέτοιες δυστυχώς...)
Χθές, στη γιορτή κρασιού, είδα έναν από τους πρώην μου. Και θυμήθηκα με απορία την ιστορία μας και το πως ήμουνα τότε. Δεν υπάρχει νοσταλγία, ή μετάνοια για ότι έγινε, ούτε η θέα του μου ξύπνησε κάποιο καλά κρυμμένο πάθος. Η θύμηση των λίγων που ζήσαμε με γέμισε με απορία. Ή μάλλον, η θύμιση του πως τον χώρισα, πως τον πέταξα, έκοψα το δεσμό απότομα, χωρίς αμφιταλάντευση, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς πόνο. Είναι η μοναδική φορά στη ζωή μου. Ο λόγος; ότι δε με αγαπούσε αρκετά, ότι δεν ήμουν η πρώτη του προτεραιότητα.
Γνωριστήκαμε Αύγουστο και από την πρώτη στιγμή που τον είχα δει με είχε κυριεύσει πάθος. Δεν είχα τολμήσει να δείξω τίποτα. Αυτός, 30, επιφανής κάτοικος του νησιού, εγώ 22, περαστική. Δεν κυνήγησα ποτέ έρωτες με ντόπιους, δεν είχε νόημα. Το τρεμούλιασμα που είχα νοιώσει το είχα προσπεράσει και απωθήσει στο πεδίο της λήθης εκεί που πολύ σύντομα θα πήγαιναν και οι διακοπές μου. Υποσεινήδητα, ήξερα ότι δε θα μπορούσα να ερωτευτώ εκεί που δεν υπάρχει μέλλον. Γίνεται Έρωτας με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης;
Κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, δε θυμάμαι ημερομηνία, την έχω έντονη τη στιγμή στο μυαλό μου όμως, γιατί είμαστε σε οικογενειακή μάζωξη και μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ο Σημίτης, και υπήρχε μια υπόσχεση ελπίδας και προσδοκίας στον αέρα. Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν αυτός, εν Αθήναις, ήθελε να με δει. Η διάθεση ελπίδας και προσδωκίας εκτινάχθηκε στα ύψη. Θυμάμαι αυτό πολύ έντονα, το συναίσθημα, την υπόσχεση ελπίδας και προσδωκίας. Τη χαρά μου και την ανυπομονησία να τον δω.
Ήτανε μιά σχέση πολύ έντονη με πολύ πάθος και θυμάμαι πολύ καλά ότι όλες τις στιγμές που ήμουνα μαζί του ένοιωθα πληρότητα, σιγουριά, γλυκά, ευτυχισμένη. Και επειδή ήταν τόσο όμορφες τις έχω στη μνήμη μου όλες τόσο ζωντανές και με τέτοια λεπτομέρεια.
Είμασταν μόνο δύο μήνες μαζί, αυτός στο νησί, εγώ στην Αθήνα. Στους δύο αυτούς μήνες καταφέραμε, αυτός να έρθει τρεις φορές Αθήνα, εγώ να πάω τρεις φορές Κεφαλλονιά και συναντηθήκαμε και για ένα διήμερο στην Ιθάκη. Το σκέφτομαι τώρα, με την ωριμότητα των 35 χρόνων και απορώ. Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι που μένουν τόσο μακριά να καταφέρουν να περάσουν μέσα σε δύο μήνες 7 διήμερα (ή τριήμερα) μαζί, και να κατηγορηθεί ο ένας εξ αυτών ότι δε προσπαθούσε αρκετά; Με γνώρισε στην οικογένεια του και τον γνώρισα στη δική μου. Μου γνώρισε μέρη της Κεφαλλονιάς που ούτε τα είχα φανταστεί. Μου γνώρισε τους φίλους του. Μου μίλησε για τη ζωή του. Μου έδωσε ποίηση που είχε γράψει και ημερολόγια του. Όταν είμασταν μακριά, αλληλογραφούσαμε, σελίδες επί σελίδων γεμάτες με έρωτα και σώψυχα. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο συνέχεια. Εν ολίγοις με έβαλε πλήρως στη ζωή του, μου ανοίχτηκε, μου αποκαλύφτηκε, επιθυμούσε να τον κατανοήσω, να τον αναγνωρίσω, να γίνει δικός μου μέσα από τη γνώση του. Και όμως εγώ με την άγνοια των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δε με έβλεπε σοβαρά.
Του γνώρισα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, μέρη αγαπημένα στην Αθήνα και τη Κεφαλλονιά, τον πήγα εκεί που γεννήθηκε ο πατέρας μου, καθάρισε μαζί μου το τάφο του πατέρα μου, πήγαμε στο πατρικό της μάνας μου που είναι ένα μαγικό σπίτι, έπαιξε με την ανηψιά μου, πήγαμε σε εκθέσεις, θέατρο, ρεμπετάδικο, στο σύλλογο που πήγαινα, στο πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρθηκε να μάθει τη ζωή μου, να με αναγνωρίσει και αυτός και να περάσει από τον Έρωτα στην αγάπη μέσα από μιά διαδρομή γνώσης. Και όμως εγώ, με το ρομαντισμό των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δεν ενδιαφερόταν αρκετά.
Είναι περίεργο, ήταν μόνο δύο μήνες και οι στιγμές είναι τόσο πολλές
Σε έναν ερημικό Μύρτω, ξαπλωμένοι στις απλώστρες να διαβάζουμε ο καθένας τα δικά του, και μετά εγώ να κολυμπώ να παλεύω γυμνή με τα κύμματα και αυτός να με καμαρώνει. Το βλέμμα του. Το χάδι του. Να με τυλίγει με τη πετσέτα.
Στο μεταλλείο νύχτα να βλέπουμε το φεγγάρι και να αγγίζω το μάρμαρο
Στο δάσος με τις βελανιδιές πικνίκ
Στην Αγία Ελένη, ηλιοβασίλεμα
Στο μοναστήρι του Ταφιού, να μου εξηγεί που ήτανε τι και να μου λέει την ιστορία του
Πίσω από το κάστρο της Άσσου σε μια μαγική τοποθεσία με κάθετα βράχια
Στο Φισκάρδο, αυτός να ξεναγεί και να πετάει υπονοούμενα, να με κοιτάει, να γελάει και οι τουρίστες να χαίρονται τον Έρωτα μας
Στο Πόρο, στο αγροτικό ιατρείο, που είχε ξεκλέψει το κλειδί
Σε μιά ερειπωμένη έπαυλη στη Παλλική
Σε ένα λόφο γεμάτο με κυπαρρίσια μάζεψε και μου έδωσε τα πρώτα μου φραγκόσυκα
Σε μιά συνεστίαση να τραγουδά Φαουστ
Με φίλους, γέλια και τρυφερότητα
και άλλα πολλά, τόσο πολλά
είναι δυνατόν να ήτανε μόνο δύο μηνές; κι όμως
Μέσα Νοέμβρη, στα γενέθλια του, έκλεινε τα τριάντα, ήρθε σπίτι μου στην Αθήνα. Είχα διώξει τη μητέρα και θα περνάγαμε ένα τρίημερο μαζί. Του μαγείρεψα ένα ρομαντικό δείπνο, κρασί, κεριά, κατάλληλο ντύσιμο, δώρο και όλα τα συστατικά. Όλα τέλεια. Δεν ειπώθηκε κάτι που να με πείραξε. Δεν είχε προηγηθεί κάτι. Όταν φάγαμε και με οδήγησε μέσα απλούστατα του είπα, δε μπορώ να σου κάνω έρωτα, καλύτερα να χωρίσουμε, και τον έδιωξα. Έτσι απλά. Καμία εξήγηση. Καμία προσπάθεια. Καμία ευκαιρία. Τόσο σκληρά. Την ημέρα των γενεθλίων του. Εγώ, με την αλαζονεία των 22 χρόνων μου απλώς τον πέταξα.
Το επόμενο πρωί, μου τηλεφώνησε. Και ήμουνα ψυχρή, αυτό το θυμάμαι. Δε του έδωσα καν την ικανοποίηση να με προκαλέσει να δείξω τη σκληρότητα μου. Είχα πάρει μιά οριστική και αμετάκλιτη απόφαση και δεν είχα λόγο πλέον να ασχολούμαι μαζί του. Στο μυαλό μου η εξήγηση ότι δεν ενδιαφέροταν αρκετά. Και αυτή η εξήγηση έστεκε στο μυαλό μου μέχρι χθες που τον είδα. Και η θύμιση της ιστορίας απλώς με γέμισε με απορία.
Τι ήτανε στη συγκεκριμένη σχέση που την κατέστησε και τη μοναδική από την οποία αποκόπηκα χωρίς ουδεμία παλινδρόμηση. Και τη μοναδική που φέρθηκα με τόση σκληρότητα. Βρήκα ένα βολικό λόγο για να αποκοπώ χωρίς τύψη. Είχε όλα τα στοιχεία, δεδηλωμένο πάθος, δόσιμο, σεξ, πνευματικότητα, κοινές αναφορές και ενδιαφέροντα, μέλλον. Το τελευταίο υποθέτω, το μέλλον. Δεν ήμουν έτοιμη για μέλλον.
Οπότε, τελικά απλώς κακός συγχρονισμός. Απλό και πολύ σκληρό.
Η ιστορία φυσικά έχει ευτυχώς καλό τέλος. Έχει παντρευτεί, με ντόπια, και ζουν στο νησί. Έχουν τρία παιδιά και φαίνονται πολύ ευτυχισμένοι. Χθες δε στη γιορτή κρασιού δε σταματήσανε να χορεύουνε και να πειράζονται με τους συντοπίτες τους όπως μόνο οι Κεφαλλονίτες ξέρουν.
Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου