Μούδιασμα. Θλίψη. Απόγνωση.
Απορία. Δε καταλαβαίνω τι έγινε. Δε καταλαβαίνω γιατί με πέταξες ξανά. Το μυαλό δε το χωράει.
Μπαίνω στο μπλογκ Σου συνέχεια και προσπαθώ να κατανοήσω. Αποτυγχάνω. Γράφεις ποίηση. Ανυσηχητική. Σε νοιώθω ότι πονάς. Πονάω και εγώ. Σε αγαπώ αλλά πως να σε πλησιάσω;
Ανταπαντώ με ένα ποίημα και εγώ. Δεν έχω το χάρισμα, άραγε κατάλαβες τι ήθελα να Σου πω; Μπορείς να καταλάβεις πόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για Σένα. Ανεξαρτήτως.
Έχω πράγματα στο σπίτι Σου, ρούχα, καλυντικά. Έχω και τα γραπτά της αυτοψυχανάλυσης που Σου έδωσα να διαβάσεις. Δε με νοιάζουν. Πέτα τα λέω. Πέτα και τα γραπτά Σε παρακαλώ. Δε θα ήθελα να πέσουν στα χέρια άλλου. Θέλεις να μου τα επιστρέψεις. Ξέρω ότι θα Σε δω άλλη μια φορά.
Αρχίζουν οι φαντασιώσεις της επανασύνδεσης. Δεκαεννέα μέρες μου το τρέναρες. Με έπαιρνες τελευταία στιγμή και φυσικά εγώ κάπου ήμουν. Κάποια στιγμή είπα στους φίλους μου, δεν απομακρυνόμαστε από τη γειτονιά μου, ο κόσμος να χαλάσει. Και επιτέλους ήρθε η στιγμή. Σου είχα ζητήσει είκοσι λεπτά από το χρόνο Σου. Ήμουνα προετοιμασμένη. Σου πήρα δώρο ένα βιβλίο και ένα CD, σημαδιακά για μένα. Σου έγραψα και την αφιέρωση. Σου μίλησα για την αγάπη μου. Σου είπα ότι θέλω να είμαι μαζί Σου.
Μίλησες αινιγματικά, νόμιζες, αλλά καταλάβαινα πολύ περισσότερα από όσα ήξερες πλέον. Είχα ψάξει πιο προσεκτικά, ήξερα περισσότερα για τη πραγματικότητα σου. Όχι όσα θα μάθαινα αργότερα, αλλά αρκετά για να ξέρω που βαδίζω. Μου έλειπες τόσο. Πονούσα τόσο που δεν είμαστε μαζί. Που θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί και Εσύ δεν ήθελες.
Η θλίψη, η απόγνωση μόνιμοι σύντροφοι πλέον. Το μυαλό κολλημένο σε Σένα. Ξεκίνησα ψυχανάλυση. Έπρεπε να βρω μια διέξοδο, ένα τρόπο να Σε ξεχάσω.
Πέντε μέρες μετά την ανταλλαγή μου στέλνεις μήνυμα "Κι όμως μου λείπεις...". Έτρεξα κοντά Σου. Δε τόλμησα να τηλεφωνήσω. Εμφανίστηκα στη πόρτα Σου. Με αγκάλιασες. Έτρεμα. Δε μου μίλησες για κάτι ουσιαστικό. Μου μίλησες για τον Πουλαντζά και την αυτοκτονία του, για το γάλλο φιλόσοφο και το στραγγαλισμό της γυναίκας του. Τα παιχνίδια του μυαλού συνεχίζονταν και είχαν πάρει πλέον τρομακτικές διαστάσεις. Εγώ σου μίλησα και πάλι για αγάπη. Σου είπα ότι ανήκεις στους ανθρώπους που αγαπώ και θα αγαπώ για πάντα, που αποδέχομαι όπως είναι ότι και να γίνει, για πάντα.
Σου είπα και μιά ιστορία: Πήγαινε σε μιά παιδική χαρά, θα δείς είκοσι τριάντα παιδάκια προσχολικής ηλικίας. Και είναι όλα τους μιά γλύκα, είναι όλα τους αξιαγάπητα, είναι όλα τους καλά. Σε είκοσι χρόνια θα έχουν γίνει ο έτσι, ο αλλιώς, ο δείνα, ο κάπως. Σε κάθε ένα από αυτά θα έχεις ελαττώματα, και λάθη, και κακίες να προσάψεις. Όμως τώρα είναι όλα αξιαγάπητα. Και Εσύ ήσουν κάποτε παιδί. Και εγώ. Όλοι μας.
Κατάλαβες άραγε τι προσπαθούσα να Σου πω;
Χωρίς και πάλι να Σε αμφισβητήσω;
Χωρίς να Σου ταρακουνήσω τη πραγματικότητα Σου;
Μπορείς άραγε να πιστέψεις ότι κάποιος μπορεί να Σε αγαπήσει τόσο;
Φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, έπρεπε να φύγω. Ρωτάω, και με μας τι θα γίνει. Δε ξέρω, θα σου τηλεφωνήσω απαντάς.
Περίμενα έξι μέρες. Σιγή. Σου στέλνω μήνυμα. Σιγή. Έρχομαι νύχτα, δύο τα ξημερώματα, έξω από το σπίτι Σου. Το φως ανοικτό. Σε εκλιπαρώ να μου μιλήσεις. Αρνείσαι. Θα σε πάρω εγώ λες. Δε παίρνεις. Περιμένω, αρχίζω να νευριάζω, πρώτη φορά, έχω νευριάσει πολύ. Μαθαίνω ότι είσαι άνεργος. Δε φαντάζεσαι πόσο νευριασμένη είμαι. Σου στέλνω σκληρό email. Συγνώμη για τη σκληρότητα μου. Δικαιούμαι και εγώ μια φορά...
Συνέχισα να είμαι μουδιασμένη, πήγα στο νησί, με το ημερολόγιο αγκαλιά να καταγράφω τις σκέψεις μου. Ανήμερα Πάσχα, σούρουπο, έφτιαξα μια αφιέρωση στην άμμο, τη φωτογράφισα, στην έστειλα. Το βράδυ σου τηλεφώνησα. Μιλάγαμε όλη νύχτα. Ήσουν ζεστός ξανά. Σου διάβασα την επιστολή προς Κορινθίους του απόστολου Παύλου. Σου είπα τι φανταζόμουνα ότι συνέβαινε. Γέλασες και το απέρριψες. Χωρίς να δώσεις εξηγήσεις. Συμφωνήσαμε να ειδωθούμε την επομένη.
Άρχισα και πάλι να ελπίζω.
Είχαμε περάσει σαράντα μέρες χώρια. Η δικιά μου σαρακοστή. Και είχε έρθει η ώρα της δικιάς μου ανάστασης.
Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου