Η σκέψη ορμώμενη από το βιβλίο της Χρύσας Δημουλίδου "Μήν πυροβολείτε τη νύφη". Για μιά γνώμη για το βιβλίο κοιτάξτε εδώ.
Εγώ, θα πιάσω κάτι που φαίνεται πολύ αχνά μέσα στην ιστορία, που ίσως η κ. Δημουλίδου να μη συνειδητοποίησε καν ότι υπογείως περνάει το μύνημα. Ίσως πάλι και να ήθελε να το περάσει, για είναι (και θα είναι δυστυχώς) η καλύτερη συμβουλή προς πάσα αδέσμευτη γυναίκα που επιθυμεί να κατακτήσει άντρα: "Να είσαι δύσκολη, μη πέφτεις ούτε με τη πρώτη, ούτε με τη δεύτερη..." Οι άντρες θέλουν το κυνήγι, τη πολιορκία, το αντικείμενο του πόθου να στέκει κάπου ψηλά, απρόσιτο. Και είναι γεγονός, το έχω βιώσει και εγώ, ω τι έκπληξη, συνήθως από άντρες που δεν με ενδιαφέρουν.
Γιατι, αυτούς που με ενδιαφέρουν, έχω το πιό σίγουρο τρόπο να σκότωσω ότι κι αν είναι αυτό που πάνε να νοιώσουν. Το δείχνω, το διαδηλώνω, το φωνάζω. Καμία κράτει, παρ'τα όλα. Ξέρω πολύ καλά ότι αποτελεί και το κύριο λόγο που δε βρίσκω την ανταπόκριση που θα επιθυμούσα. Όμως, οποιαδήποτα άλλη αντίδραση θα μου φαινόταν "παιχνίδι", ωεύτικη, να κρύβει αυτά που θέλω να φαίνονται.
Και αυτό μου το σφάλμα το γνωρίζω από έφηβη. Κι όμως μυαλό δε βάζω, τακτική δεν αλλάζω. Βλέπεις για μένα, στην αγάπη και κυρίως στον έρωτα, τακτικές δε χωράνε. Η υπάρχει φλόγα ή όχι. Κι αν εγώ μπορώ να το αισθανθώ και να δράσω αυθόρμητα πάνω σε αυτό, τότε υπάρχεις και εσύ. Κι αν είσαι ο άντρας που θέλω να είσαι, που μου αξίζεις να είσαι τότε...
Σκέφτομαι, ασυνείδητα επιμένω να μην αλλάζω τακτική. Σα μια φυσική άμυνα της ψυχής μου. Υποβάλω στα αντικείμενα του πόθου μου το πιό δύσκολο τεστ. Καλό μου, γλυκό μου ασυνείδητο, να είσαι καλά να με προστατεύεις.
Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006
Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006
Άσκηση (και για Σένα)
"Έντεκα λεπτά" - Paulo Coelo
Ένα κομμάτι του δικού μου εαυτού είναι κρυμμένο εκεί μέσα.
Αν θέλεις διάβασε το.
Κι όταν με (ξανα)συναντήσεις πες μου αν το αναγνωρίζεις.
Κοίτα να βιαστείς μόνο,
φοβάμαι αν δεν αναγνωρισθεί σύντομα
θα χαθεί
και τότε,
τότε τι θα μου έχει απομείνει;
Ένα κομμάτι του δικού μου εαυτού είναι κρυμμένο εκεί μέσα.
Αν θέλεις διάβασε το.
Κι όταν με (ξανα)συναντήσεις πες μου αν το αναγνωρίζεις.
Κοίτα να βιαστείς μόνο,
φοβάμαι αν δεν αναγνωρισθεί σύντομα
θα χαθεί
και τότε,
τότε τι θα μου έχει απομείνει;
Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006
Είναι να απορείς;
Από τη συναισθηματική νοημοσύνη του Daniel Goleman με δικά μου λόγια περιληπτικά γιατί στο βιβλίο το τεκμηριώνει σε καμιά δεκαριά σελίδες.
" Έχουμε λέει στον εγκέφαλο μας μιά δομή, την αμυγδαλή, που στην ουσία είναι μια αποθήκη συναισθηματικής μνήμης, ικανή να δρα ανεξάρτητα από το λογικό μας νου.
Τα διάφορα ερεθίσματα ακολουθούν στον εγκέφαλο δύο διαδρομές,
μία πολύ σύντομη στην αμυγδαλή (που μας επιτρέπει να δράσουμε ακαριαία σε περίπτωση κινδύνου) και
μια πιο μακρινή προς το λογικό νου(νεοφλοιό) που έχεις περισσότερες πληροφορίες και μπορεί να κάνει πιο εκλεπτυσμένη επεξεργασία, αλλά χρειάζεται περισσότερο χρόνο.
Πολλές φορές μάλιστα το ερέθισμα πηγαίνει μόνο στην αμυγδαλή και καθόλου στο νεοφλοιό με αποτέλεσμα να δρούμε συγκινισιακά και μόνο, χωρίς να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική, αφού ο λογικός νους δεν έλαβε ποτέ το μύνημα.
Πως λέμε δε γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά, κάπως έτσι!
Το χειρότερο είναι ότι γεννιόμαστε με μια αμυγδαλή πλήρως σχηματισμένη και λειτουργική ενώ ο νεοφλοιός αναπτύσσεται στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οπότε στη περίοδο της ζωής μας που δεν έχουμε λέξεις να περιγράψουμε και λογική να αναλύσουμε, διαμορφώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγκινισιακής μας μνήμης και των αντίστοιχων αντιδράσεων, αποθηκευμένο στην αμυγδαλή μας να μας συντροφεύει πάντα. Ή μνήμη αυτή δε μπορεί να περιγραφεί με λέξεις γιατί όταν καταχωρήθηκε λέξεις δεν είχαμε! "
Το βρήκα συγκλονιστικό και άκρως αποκαλυπτικό.
Τρόμαξα, αναλογιζόμενη τη δουλειά που με περιμένει.
Έννοιωσα και μιά ελαφρά απενοχοποιητική λύτρωση: "Δε φταίω εγώ κύριε πρόεδρε, οι διασυνδέσεις μεταξύ αισθήσεων και νεοφλοιού είναι ζαβές. Κατασκευαστικό το θέμα!"
" Έχουμε λέει στον εγκέφαλο μας μιά δομή, την αμυγδαλή, που στην ουσία είναι μια αποθήκη συναισθηματικής μνήμης, ικανή να δρα ανεξάρτητα από το λογικό μας νου.
Τα διάφορα ερεθίσματα ακολουθούν στον εγκέφαλο δύο διαδρομές,
μία πολύ σύντομη στην αμυγδαλή (που μας επιτρέπει να δράσουμε ακαριαία σε περίπτωση κινδύνου) και
μια πιο μακρινή προς το λογικό νου(νεοφλοιό) που έχεις περισσότερες πληροφορίες και μπορεί να κάνει πιο εκλεπτυσμένη επεξεργασία, αλλά χρειάζεται περισσότερο χρόνο.
Πολλές φορές μάλιστα το ερέθισμα πηγαίνει μόνο στην αμυγδαλή και καθόλου στο νεοφλοιό με αποτέλεσμα να δρούμε συγκινισιακά και μόνο, χωρίς να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική, αφού ο λογικός νους δεν έλαβε ποτέ το μύνημα.
Πως λέμε δε γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά, κάπως έτσι!
Το χειρότερο είναι ότι γεννιόμαστε με μια αμυγδαλή πλήρως σχηματισμένη και λειτουργική ενώ ο νεοφλοιός αναπτύσσεται στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οπότε στη περίοδο της ζωής μας που δεν έχουμε λέξεις να περιγράψουμε και λογική να αναλύσουμε, διαμορφώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγκινισιακής μας μνήμης και των αντίστοιχων αντιδράσεων, αποθηκευμένο στην αμυγδαλή μας να μας συντροφεύει πάντα. Ή μνήμη αυτή δε μπορεί να περιγραφεί με λέξεις γιατί όταν καταχωρήθηκε λέξεις δεν είχαμε! "
Το βρήκα συγκλονιστικό και άκρως αποκαλυπτικό.
Τρόμαξα, αναλογιζόμενη τη δουλειά που με περιμένει.
Έννοιωσα και μιά ελαφρά απενοχοποιητική λύτρωση: "Δε φταίω εγώ κύριε πρόεδρε, οι διασυνδέσεις μεταξύ αισθήσεων και νεοφλοιού είναι ζαβές. Κατασκευαστικό το θέμα!"
Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006
Καλό ακούγεται
Ιστιοπλοϊκά -
Πάνε όπου ο άνεμος προστάζει
αρμονία με τα ρεύματα
μα αν ο προορισμός δε ταιριάζει
η αν έχει νηνεμία
έχουν τη μηχανούλα τους, μικρή μα αρκετά δυνατή
κατεβάζουν πανιά και αλλάζουν πορεία
Να μπορείς να αφεθείς
Να μπορείς να αντιστέκεσαι
Να μπορείς να συνεχίζεις
Πάνε όπου ο άνεμος προστάζει
αρμονία με τα ρεύματα
μα αν ο προορισμός δε ταιριάζει
η αν έχει νηνεμία
έχουν τη μηχανούλα τους, μικρή μα αρκετά δυνατή
κατεβάζουν πανιά και αλλάζουν πορεία
Να μπορείς να αφεθείς
Να μπορείς να αντιστέκεσαι
Να μπορείς να συνεχίζεις
Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006
Προφανώς!
"ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος"
Αξίζει άραγε να περιμένεις τη στιγμή που θα έχει, για να λάβεις τα χρωστούμενα;
Θα θυμηθεί το χρέος;
Θα επιθυμείς ακόμη την εξόφλιση;
Και στο κάτω κάτω ποιός λέει ότι υπήρξε χρέος ούτως ή άλλως;
Καλύτερα, κάνε παραγραφή, αποχαιρέτα και ώρα μας καλή και αέρα στα πανιά μας.
Χείμαιρες, πάντα χείμαιρες.
Κάποια στιγμή πρέπει να το αποδεχτώ: Οι χείμαιρες είναι όντα της μυθολογίας, ποτέ δεν υπήρξαν, ποτέ δε θα υπάρξουν. Τελεία.
Αξίζει άραγε να περιμένεις τη στιγμή που θα έχει, για να λάβεις τα χρωστούμενα;
Θα θυμηθεί το χρέος;
Θα επιθυμείς ακόμη την εξόφλιση;
Και στο κάτω κάτω ποιός λέει ότι υπήρξε χρέος ούτως ή άλλως;
Καλύτερα, κάνε παραγραφή, αποχαιρέτα και ώρα μας καλή και αέρα στα πανιά μας.
Χείμαιρες, πάντα χείμαιρες.
Κάποια στιγμή πρέπει να το αποδεχτώ: Οι χείμαιρες είναι όντα της μυθολογίας, ποτέ δεν υπήρξαν, ποτέ δε θα υπάρξουν. Τελεία.
Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006
Μιά αλκιμήδη όλο χάρη!
Ξεκίνησα μαθήματα θαλάσσιου σκί
Μάλλον ανεπείδεκτη μαθήσεως, θα δείξει.
ΤΟ σούργελο!
Αν με πάρουν χαμπάρι και οι γνωστοί, (που θα με πάρουν αφού εδώ μια οικογένεια είμαστε και τίποτα κρυπτόν υπό το βλέμμα του νησιώτη) προβλέπω μαζώξεις στη παραλία για γέλια και γιουχάρισμα. Άντε μετά να κυκλοφορίσω στη πασαρέλα τη βραδυνή να το παίζω σεξυ κι όποιος αντέξει. Ασυμβίβαστα παιδί μου, να δείχνω όλο χάρη και το μεσημέρι να τρώω τούμπες και να με τραβάει το ταχύπλοο με τα πόδια ψηλά!
Εγώ πάντως το καταευχαριστήθηκα
σήμερα, χαρά!
Μάλλον ανεπείδεκτη μαθήσεως, θα δείξει.
ΤΟ σούργελο!
Αν με πάρουν χαμπάρι και οι γνωστοί, (που θα με πάρουν αφού εδώ μια οικογένεια είμαστε και τίποτα κρυπτόν υπό το βλέμμα του νησιώτη) προβλέπω μαζώξεις στη παραλία για γέλια και γιουχάρισμα. Άντε μετά να κυκλοφορίσω στη πασαρέλα τη βραδυνή να το παίζω σεξυ κι όποιος αντέξει. Ασυμβίβαστα παιδί μου, να δείχνω όλο χάρη και το μεσημέρι να τρώω τούμπες και να με τραβάει το ταχύπλοο με τα πόδια ψηλά!
Εγώ πάντως το καταευχαριστήθηκα
σήμερα, χαρά!
Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006
Σχέσεις αντικατροπτισμού
"Μάλλον είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουμε πραγματικά παρά μόνο από τη στιγμή που μας βλέπει και κάποιος άλλος, ότι δε μπορούμε να μιλήσουμε σωστά παρά μόνο όταν βρεθεί κάποιος που να κατανοεί τι λέμε, στην ουσία δεν είμαστε ποτέ ολοκληρωτικά ζωντανοί χωρίς κάποιον να μας αγαπάει"
Από τη "Μικρή φιλοσοφία ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ" του Αλαιν ντε Μποττόν.
Μία από τις εισαγωγικές σκέψεις του κ. ντε Μποττόν για το πως ο Έρωτας στην ουσία καλύπτει μία από τις βαθύτερες ανάγκες μας, την ανάγκη για "επιβεβαίωση του εγώ". Το πως το "προσφιλές πρόσωπο" γίνεται ο καθρέπτης του ερωτευμένου, το μέσο αυτοπροσδιορισμού του. Ναι, όντως υπάρχω, όντως είμαι εγώ.
Εγώ θα πάω τη σκέψη ένα βήμα πίσω και θα τη προχωρήσω σε άλλο, παράλληλο μονοπάτι.
Μήπως, το εγώ μέσα από όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργεί (κι όχι μόνο τις ερωτικές) προσπαθεί να καλύψει αυτό ακριβώς, τη βαθύτερη εσώτερη ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης;
Και όταν μπαίνει στην όποια σχέση με ένα προσωπείο (είτε από φόβο, είτε από αλαζονεία, η ελπίδα, ή άγνοια, ή δε ξέρω τι, τι σημασία έχει ο λόγος άλλωστε;) το εγώ που επιβεβαιώνεται δεν είναι το πραγματικό εγώ αλλά αυτό της μάσκας, ξένο, απρόσιτο, ουτοπικό.
Τότε το κίνητρο για διατήρηση της σχέσης αυτόματα αναιρείται. Το αληθινό εγώ δε πρόκειται ποτέ να προσδιοριστεί, η βαθύτερη ανάγκη δε καλύπτεται. Ο λόγος ύπαρξης της σχέσης ουσιαστικά ανύπαρκτος, οπότε η διάλυση είναι αναπόφευκτη, τετέλεσται.
Η σχέση εφήμερη, ρευστή, με ημερομηνία λήξης από το πρώτο χαίρω πολύ.
Και αν τολμήσω να το προχωρήσω λίγο παραπέρα και να αναρωτηθώ:
Τι γίνεται με αυτό το τρομαχτικό ενδεχομένο; Ίσως να γεφυρωθεί η απόσταση από το πραγματικό εγώ σε αυτό που οι άλλοι αντιλαμβάνονται και αντικατροπτίζουν, να γίνει επαναπροσδιορισμός. Τότε πιό είναι το εγώ; αυτό του χθές, του σήμερα ή του αύριο; Πόση ρευστότητα μπορώ να αντέξω να έχω;
Ίσως η απάντηση να είναι απλή, να μπορούσα να κυκλοφορώ με το πραγματικό εγώ, έτσι μέσα στις σχέσεις θα έβρισκα μόνο λείους καθρέπτες, ουδεμία παραμόρφωση να συνταράξει, να απογοητεύσει, να αποξενώσει...
Όμως, πως μπορώ να δείξω το αληθινό μου εγώ, αφού και η ίδια δε κατανοώ ποιό είναι, αφού και στον εαυτό μου παρουσιάζω μία μάσκα (από φόβο, από αλαζονεία, ελπίδα, άγνοια, δε ξέρω τι, και τι σημασία έχει ο λόγος άλλωστε;)
** Ευτυχώς τα κίνητρα για διατήρηση σχέσεων είναι και πολλά άλλα, επιφανειακότερα ναι μεν, σημαντικότατα παρ' όλα ταυτα. Αναρωτιέμαι όμως, κατα πόσο, η καταδικασμένη στο ανικανοποίητο εσώτερη ανάγκη, ωθεί πολλές σχέσεις στην επιφάνεια, εκεί που βρίσκονται και τα κίνητρα που τις συντηρούν.
Από τη "Μικρή φιλοσοφία ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ" του Αλαιν ντε Μποττόν.
Μία από τις εισαγωγικές σκέψεις του κ. ντε Μποττόν για το πως ο Έρωτας στην ουσία καλύπτει μία από τις βαθύτερες ανάγκες μας, την ανάγκη για "επιβεβαίωση του εγώ". Το πως το "προσφιλές πρόσωπο" γίνεται ο καθρέπτης του ερωτευμένου, το μέσο αυτοπροσδιορισμού του. Ναι, όντως υπάρχω, όντως είμαι εγώ.
Εγώ θα πάω τη σκέψη ένα βήμα πίσω και θα τη προχωρήσω σε άλλο, παράλληλο μονοπάτι.
Μήπως, το εγώ μέσα από όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργεί (κι όχι μόνο τις ερωτικές) προσπαθεί να καλύψει αυτό ακριβώς, τη βαθύτερη εσώτερη ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης;
Και όταν μπαίνει στην όποια σχέση με ένα προσωπείο (είτε από φόβο, είτε από αλαζονεία, η ελπίδα, ή άγνοια, ή δε ξέρω τι, τι σημασία έχει ο λόγος άλλωστε;) το εγώ που επιβεβαιώνεται δεν είναι το πραγματικό εγώ αλλά αυτό της μάσκας, ξένο, απρόσιτο, ουτοπικό.
Τότε το κίνητρο για διατήρηση της σχέσης αυτόματα αναιρείται. Το αληθινό εγώ δε πρόκειται ποτέ να προσδιοριστεί, η βαθύτερη ανάγκη δε καλύπτεται. Ο λόγος ύπαρξης της σχέσης ουσιαστικά ανύπαρκτος, οπότε η διάλυση είναι αναπόφευκτη, τετέλεσται.
Η σχέση εφήμερη, ρευστή, με ημερομηνία λήξης από το πρώτο χαίρω πολύ.
Και αν τολμήσω να το προχωρήσω λίγο παραπέρα και να αναρωτηθώ:
Τι γίνεται με αυτό το τρομαχτικό ενδεχομένο; Ίσως να γεφυρωθεί η απόσταση από το πραγματικό εγώ σε αυτό που οι άλλοι αντιλαμβάνονται και αντικατροπτίζουν, να γίνει επαναπροσδιορισμός. Τότε πιό είναι το εγώ; αυτό του χθές, του σήμερα ή του αύριο; Πόση ρευστότητα μπορώ να αντέξω να έχω;
Ίσως η απάντηση να είναι απλή, να μπορούσα να κυκλοφορώ με το πραγματικό εγώ, έτσι μέσα στις σχέσεις θα έβρισκα μόνο λείους καθρέπτες, ουδεμία παραμόρφωση να συνταράξει, να απογοητεύσει, να αποξενώσει...
Όμως, πως μπορώ να δείξω το αληθινό μου εγώ, αφού και η ίδια δε κατανοώ ποιό είναι, αφού και στον εαυτό μου παρουσιάζω μία μάσκα (από φόβο, από αλαζονεία, ελπίδα, άγνοια, δε ξέρω τι, και τι σημασία έχει ο λόγος άλλωστε;)
** Ευτυχώς τα κίνητρα για διατήρηση σχέσεων είναι και πολλά άλλα, επιφανειακότερα ναι μεν, σημαντικότατα παρ' όλα ταυτα. Αναρωτιέμαι όμως, κατα πόσο, η καταδικασμένη στο ανικανοποίητο εσώτερη ανάγκη, ωθεί πολλές σχέσεις στην επιφάνεια, εκεί που βρίσκονται και τα κίνητρα που τις συντηρούν.
Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006
Γέραμος
Επιτέλους στο νησί, εδώ που ανήκω, εδώ που όλα είναι γνώριμα, φιλικά, ακόμη και εγώ.
Εδώ, η ζωή και τα πάθη της Αθήνας φαίνονται σαν να συμβαίνουν σε άλλη. Και η ζωή και το παρελθόν της άλλης είναι απλωμένη μπροστά μου και τα παρατηρώ, με απορία και ειρωνία.
Και επειδή πολύ ως αγία και πονεμένη παρουσιάζομαι θα σας πω και μιά άλλη ιστορία. Ουδείς αναμάρτητος. (Και έχω αρκετές τέτοιες δυστυχώς...)
Χθές, στη γιορτή κρασιού, είδα έναν από τους πρώην μου. Και θυμήθηκα με απορία την ιστορία μας και το πως ήμουνα τότε. Δεν υπάρχει νοσταλγία, ή μετάνοια για ότι έγινε, ούτε η θέα του μου ξύπνησε κάποιο καλά κρυμμένο πάθος. Η θύμηση των λίγων που ζήσαμε με γέμισε με απορία. Ή μάλλον, η θύμιση του πως τον χώρισα, πως τον πέταξα, έκοψα το δεσμό απότομα, χωρίς αμφιταλάντευση, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς πόνο. Είναι η μοναδική φορά στη ζωή μου. Ο λόγος; ότι δε με αγαπούσε αρκετά, ότι δεν ήμουν η πρώτη του προτεραιότητα.
Γνωριστήκαμε Αύγουστο και από την πρώτη στιγμή που τον είχα δει με είχε κυριεύσει πάθος. Δεν είχα τολμήσει να δείξω τίποτα. Αυτός, 30, επιφανής κάτοικος του νησιού, εγώ 22, περαστική. Δεν κυνήγησα ποτέ έρωτες με ντόπιους, δεν είχε νόημα. Το τρεμούλιασμα που είχα νοιώσει το είχα προσπεράσει και απωθήσει στο πεδίο της λήθης εκεί που πολύ σύντομα θα πήγαιναν και οι διακοπές μου. Υποσεινήδητα, ήξερα ότι δε θα μπορούσα να ερωτευτώ εκεί που δεν υπάρχει μέλλον. Γίνεται Έρωτας με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης;
Κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, δε θυμάμαι ημερομηνία, την έχω έντονη τη στιγμή στο μυαλό μου όμως, γιατί είμαστε σε οικογενειακή μάζωξη και μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ο Σημίτης, και υπήρχε μια υπόσχεση ελπίδας και προσδοκίας στον αέρα. Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν αυτός, εν Αθήναις, ήθελε να με δει. Η διάθεση ελπίδας και προσδωκίας εκτινάχθηκε στα ύψη. Θυμάμαι αυτό πολύ έντονα, το συναίσθημα, την υπόσχεση ελπίδας και προσδωκίας. Τη χαρά μου και την ανυπομονησία να τον δω.
Ήτανε μιά σχέση πολύ έντονη με πολύ πάθος και θυμάμαι πολύ καλά ότι όλες τις στιγμές που ήμουνα μαζί του ένοιωθα πληρότητα, σιγουριά, γλυκά, ευτυχισμένη. Και επειδή ήταν τόσο όμορφες τις έχω στη μνήμη μου όλες τόσο ζωντανές και με τέτοια λεπτομέρεια.
Είμασταν μόνο δύο μήνες μαζί, αυτός στο νησί, εγώ στην Αθήνα. Στους δύο αυτούς μήνες καταφέραμε, αυτός να έρθει τρεις φορές Αθήνα, εγώ να πάω τρεις φορές Κεφαλλονιά και συναντηθήκαμε και για ένα διήμερο στην Ιθάκη. Το σκέφτομαι τώρα, με την ωριμότητα των 35 χρόνων και απορώ. Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι που μένουν τόσο μακριά να καταφέρουν να περάσουν μέσα σε δύο μήνες 7 διήμερα (ή τριήμερα) μαζί, και να κατηγορηθεί ο ένας εξ αυτών ότι δε προσπαθούσε αρκετά; Με γνώρισε στην οικογένεια του και τον γνώρισα στη δική μου. Μου γνώρισε μέρη της Κεφαλλονιάς που ούτε τα είχα φανταστεί. Μου γνώρισε τους φίλους του. Μου μίλησε για τη ζωή του. Μου έδωσε ποίηση που είχε γράψει και ημερολόγια του. Όταν είμασταν μακριά, αλληλογραφούσαμε, σελίδες επί σελίδων γεμάτες με έρωτα και σώψυχα. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο συνέχεια. Εν ολίγοις με έβαλε πλήρως στη ζωή του, μου ανοίχτηκε, μου αποκαλύφτηκε, επιθυμούσε να τον κατανοήσω, να τον αναγνωρίσω, να γίνει δικός μου μέσα από τη γνώση του. Και όμως εγώ με την άγνοια των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δε με έβλεπε σοβαρά.
Του γνώρισα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, μέρη αγαπημένα στην Αθήνα και τη Κεφαλλονιά, τον πήγα εκεί που γεννήθηκε ο πατέρας μου, καθάρισε μαζί μου το τάφο του πατέρα μου, πήγαμε στο πατρικό της μάνας μου που είναι ένα μαγικό σπίτι, έπαιξε με την ανηψιά μου, πήγαμε σε εκθέσεις, θέατρο, ρεμπετάδικο, στο σύλλογο που πήγαινα, στο πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρθηκε να μάθει τη ζωή μου, να με αναγνωρίσει και αυτός και να περάσει από τον Έρωτα στην αγάπη μέσα από μιά διαδρομή γνώσης. Και όμως εγώ, με το ρομαντισμό των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δεν ενδιαφερόταν αρκετά.
Είναι περίεργο, ήταν μόνο δύο μήνες και οι στιγμές είναι τόσο πολλές
Σε έναν ερημικό Μύρτω, ξαπλωμένοι στις απλώστρες να διαβάζουμε ο καθένας τα δικά του, και μετά εγώ να κολυμπώ να παλεύω γυμνή με τα κύμματα και αυτός να με καμαρώνει. Το βλέμμα του. Το χάδι του. Να με τυλίγει με τη πετσέτα.
Στο μεταλλείο νύχτα να βλέπουμε το φεγγάρι και να αγγίζω το μάρμαρο
Στο δάσος με τις βελανιδιές πικνίκ
Στην Αγία Ελένη, ηλιοβασίλεμα
Στο μοναστήρι του Ταφιού, να μου εξηγεί που ήτανε τι και να μου λέει την ιστορία του
Πίσω από το κάστρο της Άσσου σε μια μαγική τοποθεσία με κάθετα βράχια
Στο Φισκάρδο, αυτός να ξεναγεί και να πετάει υπονοούμενα, να με κοιτάει, να γελάει και οι τουρίστες να χαίρονται τον Έρωτα μας
Στο Πόρο, στο αγροτικό ιατρείο, που είχε ξεκλέψει το κλειδί
Σε μιά ερειπωμένη έπαυλη στη Παλλική
Σε ένα λόφο γεμάτο με κυπαρρίσια μάζεψε και μου έδωσε τα πρώτα μου φραγκόσυκα
Σε μιά συνεστίαση να τραγουδά Φαουστ
Με φίλους, γέλια και τρυφερότητα
και άλλα πολλά, τόσο πολλά
είναι δυνατόν να ήτανε μόνο δύο μηνές; κι όμως
Μέσα Νοέμβρη, στα γενέθλια του, έκλεινε τα τριάντα, ήρθε σπίτι μου στην Αθήνα. Είχα διώξει τη μητέρα και θα περνάγαμε ένα τρίημερο μαζί. Του μαγείρεψα ένα ρομαντικό δείπνο, κρασί, κεριά, κατάλληλο ντύσιμο, δώρο και όλα τα συστατικά. Όλα τέλεια. Δεν ειπώθηκε κάτι που να με πείραξε. Δεν είχε προηγηθεί κάτι. Όταν φάγαμε και με οδήγησε μέσα απλούστατα του είπα, δε μπορώ να σου κάνω έρωτα, καλύτερα να χωρίσουμε, και τον έδιωξα. Έτσι απλά. Καμία εξήγηση. Καμία προσπάθεια. Καμία ευκαιρία. Τόσο σκληρά. Την ημέρα των γενεθλίων του. Εγώ, με την αλαζονεία των 22 χρόνων μου απλώς τον πέταξα.
Το επόμενο πρωί, μου τηλεφώνησε. Και ήμουνα ψυχρή, αυτό το θυμάμαι. Δε του έδωσα καν την ικανοποίηση να με προκαλέσει να δείξω τη σκληρότητα μου. Είχα πάρει μιά οριστική και αμετάκλιτη απόφαση και δεν είχα λόγο πλέον να ασχολούμαι μαζί του. Στο μυαλό μου η εξήγηση ότι δεν ενδιαφέροταν αρκετά. Και αυτή η εξήγηση έστεκε στο μυαλό μου μέχρι χθες που τον είδα. Και η θύμιση της ιστορίας απλώς με γέμισε με απορία.
Τι ήτανε στη συγκεκριμένη σχέση που την κατέστησε και τη μοναδική από την οποία αποκόπηκα χωρίς ουδεμία παλινδρόμηση. Και τη μοναδική που φέρθηκα με τόση σκληρότητα. Βρήκα ένα βολικό λόγο για να αποκοπώ χωρίς τύψη. Είχε όλα τα στοιχεία, δεδηλωμένο πάθος, δόσιμο, σεξ, πνευματικότητα, κοινές αναφορές και ενδιαφέροντα, μέλλον. Το τελευταίο υποθέτω, το μέλλον. Δεν ήμουν έτοιμη για μέλλον.
Οπότε, τελικά απλώς κακός συγχρονισμός. Απλό και πολύ σκληρό.
Η ιστορία φυσικά έχει ευτυχώς καλό τέλος. Έχει παντρευτεί, με ντόπια, και ζουν στο νησί. Έχουν τρία παιδιά και φαίνονται πολύ ευτυχισμένοι. Χθες δε στη γιορτή κρασιού δε σταματήσανε να χορεύουνε και να πειράζονται με τους συντοπίτες τους όπως μόνο οι Κεφαλλονίτες ξέρουν.
Εδώ, η ζωή και τα πάθη της Αθήνας φαίνονται σαν να συμβαίνουν σε άλλη. Και η ζωή και το παρελθόν της άλλης είναι απλωμένη μπροστά μου και τα παρατηρώ, με απορία και ειρωνία.
Και επειδή πολύ ως αγία και πονεμένη παρουσιάζομαι θα σας πω και μιά άλλη ιστορία. Ουδείς αναμάρτητος. (Και έχω αρκετές τέτοιες δυστυχώς...)
Χθές, στη γιορτή κρασιού, είδα έναν από τους πρώην μου. Και θυμήθηκα με απορία την ιστορία μας και το πως ήμουνα τότε. Δεν υπάρχει νοσταλγία, ή μετάνοια για ότι έγινε, ούτε η θέα του μου ξύπνησε κάποιο καλά κρυμμένο πάθος. Η θύμηση των λίγων που ζήσαμε με γέμισε με απορία. Ή μάλλον, η θύμιση του πως τον χώρισα, πως τον πέταξα, έκοψα το δεσμό απότομα, χωρίς αμφιταλάντευση, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς πόνο. Είναι η μοναδική φορά στη ζωή μου. Ο λόγος; ότι δε με αγαπούσε αρκετά, ότι δεν ήμουν η πρώτη του προτεραιότητα.
Γνωριστήκαμε Αύγουστο και από την πρώτη στιγμή που τον είχα δει με είχε κυριεύσει πάθος. Δεν είχα τολμήσει να δείξω τίποτα. Αυτός, 30, επιφανής κάτοικος του νησιού, εγώ 22, περαστική. Δεν κυνήγησα ποτέ έρωτες με ντόπιους, δεν είχε νόημα. Το τρεμούλιασμα που είχα νοιώσει το είχα προσπεράσει και απωθήσει στο πεδίο της λήθης εκεί που πολύ σύντομα θα πήγαιναν και οι διακοπές μου. Υποσεινήδητα, ήξερα ότι δε θα μπορούσα να ερωτευτώ εκεί που δεν υπάρχει μέλλον. Γίνεται Έρωτας με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης;
Κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, δε θυμάμαι ημερομηνία, την έχω έντονη τη στιγμή στο μυαλό μου όμως, γιατί είμαστε σε οικογενειακή μάζωξη και μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ο Σημίτης, και υπήρχε μια υπόσχεση ελπίδας και προσδοκίας στον αέρα. Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν αυτός, εν Αθήναις, ήθελε να με δει. Η διάθεση ελπίδας και προσδωκίας εκτινάχθηκε στα ύψη. Θυμάμαι αυτό πολύ έντονα, το συναίσθημα, την υπόσχεση ελπίδας και προσδωκίας. Τη χαρά μου και την ανυπομονησία να τον δω.
Ήτανε μιά σχέση πολύ έντονη με πολύ πάθος και θυμάμαι πολύ καλά ότι όλες τις στιγμές που ήμουνα μαζί του ένοιωθα πληρότητα, σιγουριά, γλυκά, ευτυχισμένη. Και επειδή ήταν τόσο όμορφες τις έχω στη μνήμη μου όλες τόσο ζωντανές και με τέτοια λεπτομέρεια.
Είμασταν μόνο δύο μήνες μαζί, αυτός στο νησί, εγώ στην Αθήνα. Στους δύο αυτούς μήνες καταφέραμε, αυτός να έρθει τρεις φορές Αθήνα, εγώ να πάω τρεις φορές Κεφαλλονιά και συναντηθήκαμε και για ένα διήμερο στην Ιθάκη. Το σκέφτομαι τώρα, με την ωριμότητα των 35 χρόνων και απορώ. Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι που μένουν τόσο μακριά να καταφέρουν να περάσουν μέσα σε δύο μήνες 7 διήμερα (ή τριήμερα) μαζί, και να κατηγορηθεί ο ένας εξ αυτών ότι δε προσπαθούσε αρκετά; Με γνώρισε στην οικογένεια του και τον γνώρισα στη δική μου. Μου γνώρισε μέρη της Κεφαλλονιάς που ούτε τα είχα φανταστεί. Μου γνώρισε τους φίλους του. Μου μίλησε για τη ζωή του. Μου έδωσε ποίηση που είχε γράψει και ημερολόγια του. Όταν είμασταν μακριά, αλληλογραφούσαμε, σελίδες επί σελίδων γεμάτες με έρωτα και σώψυχα. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο συνέχεια. Εν ολίγοις με έβαλε πλήρως στη ζωή του, μου ανοίχτηκε, μου αποκαλύφτηκε, επιθυμούσε να τον κατανοήσω, να τον αναγνωρίσω, να γίνει δικός μου μέσα από τη γνώση του. Και όμως εγώ με την άγνοια των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δε με έβλεπε σοβαρά.
Του γνώρισα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, μέρη αγαπημένα στην Αθήνα και τη Κεφαλλονιά, τον πήγα εκεί που γεννήθηκε ο πατέρας μου, καθάρισε μαζί μου το τάφο του πατέρα μου, πήγαμε στο πατρικό της μάνας μου που είναι ένα μαγικό σπίτι, έπαιξε με την ανηψιά μου, πήγαμε σε εκθέσεις, θέατρο, ρεμπετάδικο, στο σύλλογο που πήγαινα, στο πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρθηκε να μάθει τη ζωή μου, να με αναγνωρίσει και αυτός και να περάσει από τον Έρωτα στην αγάπη μέσα από μιά διαδρομή γνώσης. Και όμως εγώ, με το ρομαντισμό των 22 μου χρόνων, θεώρησα ότι δεν ενδιαφερόταν αρκετά.
Είναι περίεργο, ήταν μόνο δύο μήνες και οι στιγμές είναι τόσο πολλές
Σε έναν ερημικό Μύρτω, ξαπλωμένοι στις απλώστρες να διαβάζουμε ο καθένας τα δικά του, και μετά εγώ να κολυμπώ να παλεύω γυμνή με τα κύμματα και αυτός να με καμαρώνει. Το βλέμμα του. Το χάδι του. Να με τυλίγει με τη πετσέτα.
Στο μεταλλείο νύχτα να βλέπουμε το φεγγάρι και να αγγίζω το μάρμαρο
Στο δάσος με τις βελανιδιές πικνίκ
Στην Αγία Ελένη, ηλιοβασίλεμα
Στο μοναστήρι του Ταφιού, να μου εξηγεί που ήτανε τι και να μου λέει την ιστορία του
Πίσω από το κάστρο της Άσσου σε μια μαγική τοποθεσία με κάθετα βράχια
Στο Φισκάρδο, αυτός να ξεναγεί και να πετάει υπονοούμενα, να με κοιτάει, να γελάει και οι τουρίστες να χαίρονται τον Έρωτα μας
Στο Πόρο, στο αγροτικό ιατρείο, που είχε ξεκλέψει το κλειδί
Σε μιά ερειπωμένη έπαυλη στη Παλλική
Σε ένα λόφο γεμάτο με κυπαρρίσια μάζεψε και μου έδωσε τα πρώτα μου φραγκόσυκα
Σε μιά συνεστίαση να τραγουδά Φαουστ
Με φίλους, γέλια και τρυφερότητα
και άλλα πολλά, τόσο πολλά
είναι δυνατόν να ήτανε μόνο δύο μηνές; κι όμως
Μέσα Νοέμβρη, στα γενέθλια του, έκλεινε τα τριάντα, ήρθε σπίτι μου στην Αθήνα. Είχα διώξει τη μητέρα και θα περνάγαμε ένα τρίημερο μαζί. Του μαγείρεψα ένα ρομαντικό δείπνο, κρασί, κεριά, κατάλληλο ντύσιμο, δώρο και όλα τα συστατικά. Όλα τέλεια. Δεν ειπώθηκε κάτι που να με πείραξε. Δεν είχε προηγηθεί κάτι. Όταν φάγαμε και με οδήγησε μέσα απλούστατα του είπα, δε μπορώ να σου κάνω έρωτα, καλύτερα να χωρίσουμε, και τον έδιωξα. Έτσι απλά. Καμία εξήγηση. Καμία προσπάθεια. Καμία ευκαιρία. Τόσο σκληρά. Την ημέρα των γενεθλίων του. Εγώ, με την αλαζονεία των 22 χρόνων μου απλώς τον πέταξα.
Το επόμενο πρωί, μου τηλεφώνησε. Και ήμουνα ψυχρή, αυτό το θυμάμαι. Δε του έδωσα καν την ικανοποίηση να με προκαλέσει να δείξω τη σκληρότητα μου. Είχα πάρει μιά οριστική και αμετάκλιτη απόφαση και δεν είχα λόγο πλέον να ασχολούμαι μαζί του. Στο μυαλό μου η εξήγηση ότι δεν ενδιαφέροταν αρκετά. Και αυτή η εξήγηση έστεκε στο μυαλό μου μέχρι χθες που τον είδα. Και η θύμιση της ιστορίας απλώς με γέμισε με απορία.
Τι ήτανε στη συγκεκριμένη σχέση που την κατέστησε και τη μοναδική από την οποία αποκόπηκα χωρίς ουδεμία παλινδρόμηση. Και τη μοναδική που φέρθηκα με τόση σκληρότητα. Βρήκα ένα βολικό λόγο για να αποκοπώ χωρίς τύψη. Είχε όλα τα στοιχεία, δεδηλωμένο πάθος, δόσιμο, σεξ, πνευματικότητα, κοινές αναφορές και ενδιαφέροντα, μέλλον. Το τελευταίο υποθέτω, το μέλλον. Δεν ήμουν έτοιμη για μέλλον.
Οπότε, τελικά απλώς κακός συγχρονισμός. Απλό και πολύ σκληρό.
Η ιστορία φυσικά έχει ευτυχώς καλό τέλος. Έχει παντρευτεί, με ντόπια, και ζουν στο νησί. Έχουν τρία παιδιά και φαίνονται πολύ ευτυχισμένοι. Χθες δε στη γιορτή κρασιού δε σταματήσανε να χορεύουνε και να πειράζονται με τους συντοπίτες τους όπως μόνο οι Κεφαλλονίτες ξέρουν.
Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006
Επιτέλους διακοπές
Πάω να εμβαπτίσω το θεϊκό κορμάκι μου στα γαλανά νερά του Ιονίου.
Ραντεβού το Σεπτέμβρη?
(Το laptop θα μείνει στας Αθήνας, αλλά κάτι μου λέει ότι η Αλκιμήδη όλο στα internet cafes θα τριγυρνά!)
Φιλιά!
Ραντεβού το Σεπτέμβρη?
(Το laptop θα μείνει στας Αθήνας, αλλά κάτι μου λέει ότι η Αλκιμήδη όλο στα internet cafes θα τριγυρνά!)
Φιλιά!
Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006
Σχεδόν φυγή
Σε μιά στιγμή τρέλας και απoφασιστικότητας τη Παρασκευή που μας πέρασε έσβησα το μπλογκ μου.
Ο μόνος τρόπος νόμιζα για να αποτοξινωθώ. Να πάψω να ασχολούμαι αν με διαβάζει, αν νοιάζεται, αν δε ξέρω τι. Με τις διακοπές να πλησιάζουν να είναι η απομάκρυνση ολοκληρωτική. Μπας και συνέλθω και σταματήσω να τον σκέφτομαι. Να μην είναι οι σκέψεις μου προσβάσιμες. Να μη μπαίνω και εγώ στο internet με τη καρδιά να χτυπάει, να ελέγξω το μετρητήρι. Και να μη μπαίνω στο δικό του να δω αν έγραψε κάτι που αναφέρεται σε αυτά που έγραψα εγώ. Να σπάσω το κώλυμα μου. Φυγή προς τα εμπρός. Μαχαίρι στο μπλογκ μου λοιπόν.
Και χαθήκανε όλα. Όσο χαζά κι αν είναι ήταν δικά μου και μου αρέσανε. Και ένοιωσα τόσο έντονη την ανάγκη να ξαναγράψω. Οπότε σιγά σιγά, να είναι καλά οι αποθηκευμένες σελίδες του Google, τα ξαναανεβάζω. (Μόνο που έχασα τα σχόλια και αυτά ήταν τα πιο ωραία. Τι να κάνουμε τα λάθη πληρώνονται.)
Και όταν βρω το κουράγιο θα ξαναφτιάξω και το template και τα links.
Ο μόνος τρόπος νόμιζα για να αποτοξινωθώ. Να πάψω να ασχολούμαι αν με διαβάζει, αν νοιάζεται, αν δε ξέρω τι. Με τις διακοπές να πλησιάζουν να είναι η απομάκρυνση ολοκληρωτική. Μπας και συνέλθω και σταματήσω να τον σκέφτομαι. Να μην είναι οι σκέψεις μου προσβάσιμες. Να μη μπαίνω και εγώ στο internet με τη καρδιά να χτυπάει, να ελέγξω το μετρητήρι. Και να μη μπαίνω στο δικό του να δω αν έγραψε κάτι που αναφέρεται σε αυτά που έγραψα εγώ. Να σπάσω το κώλυμα μου. Φυγή προς τα εμπρός. Μαχαίρι στο μπλογκ μου λοιπόν.
Και χαθήκανε όλα. Όσο χαζά κι αν είναι ήταν δικά μου και μου αρέσανε. Και ένοιωσα τόσο έντονη την ανάγκη να ξαναγράψω. Οπότε σιγά σιγά, να είναι καλά οι αποθηκευμένες σελίδες του Google, τα ξαναανεβάζω. (Μόνο που έχασα τα σχόλια και αυτά ήταν τα πιο ωραία. Τι να κάνουμε τα λάθη πληρώνονται.)
Και όταν βρω το κουράγιο θα ξαναφτιάξω και το template και τα links.
Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006
Γράμμα σε Σένα - μέρος πρώτο - η γνωριμία
Είναι έξι μήνες που Σε γνώρισα. Είναι έξι μήνες που έχασα τον εαυτό μου. Είναι έξι μηνές που πονάω. Είναι έξι μήνες που μόνιμοι σύντροφοι είναι η θλίψη, η απόγνωση, η απορία.
Απορία που επιμένω να Σε αγαπώ τόσο.
Απορία που μου φέρθηκες έτσι.
Μα είναι δυνατόν ποτέ άνθρωπος να φερθεί σε συνάνθρωπο έτσι;
Ήμουνα τρισήμισι χρόνια μόνη. Επειδή έτυχε, εν μέρει, κυρίως από επιλογή. Όταν έμεινα έγκυος το γυιό μου, και ήταν πλέον ολοφάνερο ότι ο πατέρας δεν επρόκειτο να θελήσει να τον δεί ούτε για μια φορά, αναλογίστηκα τη ζωή μου, τις προηγούμενες σχέσεις μου, τα λάθη μου και πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Θα μείνω μόνη και δε θα μπω ξανά σε σχέση αν πρώτα δεν αισθάνομαι απόλυτα ευτυχισμένη με τη ζωή μου, μόνη. Ποτέ ξανά δε θα κολλήσω σε λάθος σχέση. Ποτέ ξανά δε θα αφήσω το φόβο της μοναξιάς να καθορίσει τις επιλογές μου. Ποτέ ξανά δε θα πείσω τον εαυτό μου, ότι ναι αυτός είναι ο σύντροφος.
Μεγάλα λόγια, ευσεβείς πόθοι.
Και τη τήρησα την απόφαση, τη σεβάστηκα.
Και φτάνει η παραμονή του 2006, και με βρίσκει μόνη. Και ευτυχισμένη.
Καλεσμένη σε δυό γιορτές αποφασίζω να μείνω μέσα. Νοιώθω τόσο ήρεμη, τόσο πλήρης, τόσο έτοιμη. Θα μπορούσε η υπόλοιπη μου ζωή να είναι έτσι και δε με νοιάζει. Δε χρειάζομαι τίποτα περισσότερο. Συνειδητοποιώ ότι είμαι έτοιμη να αναζητήσω το άλλο μου μισό.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά, βαριέμαι, γράφομαι σε ένα site γνωριμιών.
Πέφτουν οι προτάσεις βροχή. Βλέπεις οι γυναίκες είναι λίγες εκεί. Αρχίζω να γνωρίζω κόσμο. Καλά συμπαθητικά παιδιά, τίποτα που να μου κάνει κλικ.
Και τότε μου γράφεις Εσύ. Και ο κόσμος μου άλλαξε.
Πριν ακόμη Σε γνωρίσω ήμουν δικιά σου. Να με κάνεις ότι θες, να με κατασπαράξεις.
Μερικά emails ανταλλάχθηκαν, μου είπες την ιστορία της ζωής Σου (έτσι νόμιζα; έτσι είναι; κανείς δε ξέρει), Σου είπα τη δική μου.
Μου έστειλες ένα κείμενο, γραμμένο για εμένα (ήταν έτσι άραγε;) που μου περιέγραφες τη παιδική και εφηβική Σου εμπειρία. Έμεινα άφωνη και ήμουν ολοκληρωτικά δική Σου από τη στιγμή που το διάβασα. (Το έχω ακόμη, να το δημοσιοποιήσω άραγε;) Και δικιά Σου θα παραμείνω για πάντα. Ακόμη και αν ότι γράφεις εκεί μέσα είναι ψέμα. Το συναίσθημα πίσω από τα λόγια και την ιστορία με παρέδοσε σε Σενα.
Συναντηθήκαμε πρώτη φορά, Παρασκευή μεσάνυχτα. Το απόγευμα μου έστειλες τους στίχους του Εγγονόπουλου
"Είναι οι γυναίκες (που αγαπάμε) σα λιμάνια μόνος σκοπός/προορισμός/των καραβιών μας"
Και σου απάντησα
"και όταν σφικτά στην αγκαλιά μας τις κρατούμε με τους θεούς γινόμαστε όμοιοι"
Μου έγραψες " Κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι"
Τι εννοούσες, πριν ακόμη με γνωρίσεις; Ήταν μια προειδοποίηση; Ήταν μια παράκληση να επιμείνω γιατί ήξερες ότι θα με ισοπεδώσεις;
Μου έγραψες ότι ακούς το "Από τα κουμπάκια ανάμεσα" του Κηπουργού. Δεν το ήξερα. Μου το έφερες το βράδυ και μου το χάρισες, στο πρώτο μας ραντεβού.
Ήμουν έτοιμη για Σένα, να με κάνεις ότι θες, κι ακόμη δε Σε είχα γνωρίσει.
Και επιτέλους συναντηθήκαμε. Μου πρόσφερες ένα τριαντάφυλλο. Με αγκάλιασες ανεπαίσθητα και με φίλησες στο μάγουλο. Καθίσαμε σε μια γωνιά στο ασφυκτικά γεμάτο και φασαρίοζικο μπάρ. Εγώ τη φασαρία δεν την άκουγα, ο κόσμος γύρω μου είχε σταματήσει να υπάρχει, ένα πολύ μακρινό, ξένο σιγανό βουητό. Μόνο Εσυ υπήρχες, μόνο Εσένα άκουγα, μόνο τα μάτια Σου έβλεπα. Χάθηκα μέσα Σου, και καλωσόρισα τον Έρωτα.
Η κουβέντα κύλησε, πήγαμε σε άλλο μπαρ, πιο ήσυχο. Σου κράτησα το χέρι και έτρεμες. Σε ρώτησα και είπες ότι είχες πάθει μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο πριν δύο χρόνια. Ένοιωσα να πέφτω στο κενό, ο φόβος ότι θα Σε χάσω αν κάτι Σου συμβεί. Δε με φόβισε η ασθένεια, δε σκέφτηκα λογικά τι μέλλον θα μπορούσα να κτίσω έτσι. Σε αγαπούσα ήδη και ήμουνα έτοιμη για όλα.
Όταν πιά θέλανε να κλείσουνε και θα μας διώχνανε, σου λέω "Και τώρα που θα πάμε;" Δεν ήθελα να Σε αποχωριστώ. Αργότερα μου είπες ότι αυτή η κουβέντα ήταν μαγική. Πολύ αργότερα το ξέχασες φυσικά.
Πήγαμε στη Ραφήνα, σε μία παραλία. Παγωνιά. Με αγκάλιασες σφιχτά από πίσω να με ζεστάνεις και με φίλησες. Πρώτο φιλί, ζεστό, μαγικό. Και με ερέθισες. Και Σε ήθελα τόσο. Και με ήθελες τόσο (νομίζω). Σου λέω, αν είναι να μου κάνεις έρωτα πάμε κάπου πιό άνετα. Νόμιζα ότι κατευθυνόσουν σπίτι Σου (αργότερα σε μιά στιγμή κακίας είπες ότι κατευθυνόσουνα σε ξενοδοχείο, ίσως να είναι κι έτσι). Σου λέω, ξέρεις για μένα ο έρωτας είναι υπόσχεση. Δηλαδή; ρωτάς. Αν Σου κάνω έρωτα υπόσχομαι ότι θέλω να είμαι μαζί Σου, ότι θέλω να προσπαθήσω για μιά σοβαρή σχέση. Αποφάσισες να με γυρίσεις σπίτι μου και κανονίσαμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα. Πόσο απογοητεύτηκα. Και πόσο το εκτίμησα.
Μπήκα σπίτι μου στις έξι ώρα το πρωί, έβαλα το τραγούδι που μου χάρησες, και έκλαψα από ευτυχία.
Καλωςόρισες Έρωτα!
Απορία που επιμένω να Σε αγαπώ τόσο.
Απορία που μου φέρθηκες έτσι.
Μα είναι δυνατόν ποτέ άνθρωπος να φερθεί σε συνάνθρωπο έτσι;
Ήμουνα τρισήμισι χρόνια μόνη. Επειδή έτυχε, εν μέρει, κυρίως από επιλογή. Όταν έμεινα έγκυος το γυιό μου, και ήταν πλέον ολοφάνερο ότι ο πατέρας δεν επρόκειτο να θελήσει να τον δεί ούτε για μια φορά, αναλογίστηκα τη ζωή μου, τις προηγούμενες σχέσεις μου, τα λάθη μου και πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Θα μείνω μόνη και δε θα μπω ξανά σε σχέση αν πρώτα δεν αισθάνομαι απόλυτα ευτυχισμένη με τη ζωή μου, μόνη. Ποτέ ξανά δε θα κολλήσω σε λάθος σχέση. Ποτέ ξανά δε θα αφήσω το φόβο της μοναξιάς να καθορίσει τις επιλογές μου. Ποτέ ξανά δε θα πείσω τον εαυτό μου, ότι ναι αυτός είναι ο σύντροφος.
Μεγάλα λόγια, ευσεβείς πόθοι.
Και τη τήρησα την απόφαση, τη σεβάστηκα.
Και φτάνει η παραμονή του 2006, και με βρίσκει μόνη. Και ευτυχισμένη.
Καλεσμένη σε δυό γιορτές αποφασίζω να μείνω μέσα. Νοιώθω τόσο ήρεμη, τόσο πλήρης, τόσο έτοιμη. Θα μπορούσε η υπόλοιπη μου ζωή να είναι έτσι και δε με νοιάζει. Δε χρειάζομαι τίποτα περισσότερο. Συνειδητοποιώ ότι είμαι έτοιμη να αναζητήσω το άλλο μου μισό.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά, βαριέμαι, γράφομαι σε ένα site γνωριμιών.
Πέφτουν οι προτάσεις βροχή. Βλέπεις οι γυναίκες είναι λίγες εκεί. Αρχίζω να γνωρίζω κόσμο. Καλά συμπαθητικά παιδιά, τίποτα που να μου κάνει κλικ.
Και τότε μου γράφεις Εσύ. Και ο κόσμος μου άλλαξε.
Πριν ακόμη Σε γνωρίσω ήμουν δικιά σου. Να με κάνεις ότι θες, να με κατασπαράξεις.
Μερικά emails ανταλλάχθηκαν, μου είπες την ιστορία της ζωής Σου (έτσι νόμιζα; έτσι είναι; κανείς δε ξέρει), Σου είπα τη δική μου.
Μου έστειλες ένα κείμενο, γραμμένο για εμένα (ήταν έτσι άραγε;) που μου περιέγραφες τη παιδική και εφηβική Σου εμπειρία. Έμεινα άφωνη και ήμουν ολοκληρωτικά δική Σου από τη στιγμή που το διάβασα. (Το έχω ακόμη, να το δημοσιοποιήσω άραγε;) Και δικιά Σου θα παραμείνω για πάντα. Ακόμη και αν ότι γράφεις εκεί μέσα είναι ψέμα. Το συναίσθημα πίσω από τα λόγια και την ιστορία με παρέδοσε σε Σενα.
Συναντηθήκαμε πρώτη φορά, Παρασκευή μεσάνυχτα. Το απόγευμα μου έστειλες τους στίχους του Εγγονόπουλου
"Είναι οι γυναίκες (που αγαπάμε) σα λιμάνια μόνος σκοπός/προορισμός/των καραβιών μας"
Και σου απάντησα
"και όταν σφικτά στην αγκαλιά μας τις κρατούμε με τους θεούς γινόμαστε όμοιοι"
Μου έγραψες " Κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι"
Τι εννοούσες, πριν ακόμη με γνωρίσεις; Ήταν μια προειδοποίηση; Ήταν μια παράκληση να επιμείνω γιατί ήξερες ότι θα με ισοπεδώσεις;
Μου έγραψες ότι ακούς το "Από τα κουμπάκια ανάμεσα" του Κηπουργού. Δεν το ήξερα. Μου το έφερες το βράδυ και μου το χάρισες, στο πρώτο μας ραντεβού.
Ήμουν έτοιμη για Σένα, να με κάνεις ότι θες, κι ακόμη δε Σε είχα γνωρίσει.
Και επιτέλους συναντηθήκαμε. Μου πρόσφερες ένα τριαντάφυλλο. Με αγκάλιασες ανεπαίσθητα και με φίλησες στο μάγουλο. Καθίσαμε σε μια γωνιά στο ασφυκτικά γεμάτο και φασαρίοζικο μπάρ. Εγώ τη φασαρία δεν την άκουγα, ο κόσμος γύρω μου είχε σταματήσει να υπάρχει, ένα πολύ μακρινό, ξένο σιγανό βουητό. Μόνο Εσυ υπήρχες, μόνο Εσένα άκουγα, μόνο τα μάτια Σου έβλεπα. Χάθηκα μέσα Σου, και καλωσόρισα τον Έρωτα.
Η κουβέντα κύλησε, πήγαμε σε άλλο μπαρ, πιο ήσυχο. Σου κράτησα το χέρι και έτρεμες. Σε ρώτησα και είπες ότι είχες πάθει μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο πριν δύο χρόνια. Ένοιωσα να πέφτω στο κενό, ο φόβος ότι θα Σε χάσω αν κάτι Σου συμβεί. Δε με φόβισε η ασθένεια, δε σκέφτηκα λογικά τι μέλλον θα μπορούσα να κτίσω έτσι. Σε αγαπούσα ήδη και ήμουνα έτοιμη για όλα.
Όταν πιά θέλανε να κλείσουνε και θα μας διώχνανε, σου λέω "Και τώρα που θα πάμε;" Δεν ήθελα να Σε αποχωριστώ. Αργότερα μου είπες ότι αυτή η κουβέντα ήταν μαγική. Πολύ αργότερα το ξέχασες φυσικά.
Πήγαμε στη Ραφήνα, σε μία παραλία. Παγωνιά. Με αγκάλιασες σφιχτά από πίσω να με ζεστάνεις και με φίλησες. Πρώτο φιλί, ζεστό, μαγικό. Και με ερέθισες. Και Σε ήθελα τόσο. Και με ήθελες τόσο (νομίζω). Σου λέω, αν είναι να μου κάνεις έρωτα πάμε κάπου πιό άνετα. Νόμιζα ότι κατευθυνόσουν σπίτι Σου (αργότερα σε μιά στιγμή κακίας είπες ότι κατευθυνόσουνα σε ξενοδοχείο, ίσως να είναι κι έτσι). Σου λέω, ξέρεις για μένα ο έρωτας είναι υπόσχεση. Δηλαδή; ρωτάς. Αν Σου κάνω έρωτα υπόσχομαι ότι θέλω να είμαι μαζί Σου, ότι θέλω να προσπαθήσω για μιά σοβαρή σχέση. Αποφάσισες να με γυρίσεις σπίτι μου και κανονίσαμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα. Πόσο απογοητεύτηκα. Και πόσο το εκτίμησα.
Μπήκα σπίτι μου στις έξι ώρα το πρωί, έβαλα το τραγούδι που μου χάρησες, και έκλαψα από ευτυχία.
Καλωςόρισες Έρωτα!
Γράμμα σε Σένα - μερός δεύτερο - ο παράδεισος
Την επόμενη μέρα, κανονίσαμε να έρθω σπίτι Σου. Κατευθείαν. Δε φοβήθηκα. Ήμουν τόσο σίγουρη για Σένα. Ήθελα τόσο να Σου δωθώ και να μου δωθείς.
Είμασταν μαζί δέκα ευλογημένες μέρες. Παρασκευή με Δευτέρα. Είμασταν σχεδόν κάθε βράδυ μαζί. Κοίμιζα το παιδί, Σου ερχόμουνα, κάναμε έρωτα όλη νύχτα, γύριζα σπίτι πριν ξυπνήσει το παιδί. Ήμουνα σε υπερένταση. Ήμουνα τρισευτυχισμένη. Δεν ένοιωθα τη κούραση. Οι δύο ώρες ύπνου που ξέκλεβα κάθε μέρα μου αρκούσαν. Από το κορμι Σου, από το άγγιγμα Σου έπερνα όλη την ενέργεια του κόσμου. Το πρωί στη δουλειά, έβρισκα στο mail μου ηλεκτρονικά λουλούδια. Μου έστελνες ερωτικά μηνύματα. Κυκλοφορούσα σε μιά κατάσταση υπερδιέργεσης. Έτοιμη για Σένα, όλες τις στιγμές. Δοκίμασα πράγματα σεξουαλικά που ούτε που φανταζόμουν ότι θα τα έκανα ποτέ. Ξεκλείδωσες την ηδονή μέσα μου. Ανακάλυψα όλη μου τη δυναμικότητα. Ανοίχτηκα.
Ένα βράδυ, που δε μπορούσα να έρθω, ήρθες σπίτι μου και πέτυχες τον Ιάσωνα λίγο πριν κοιμηθεί. Κι όπως τον πήρες αγκαλιά, και σας είχα και τους δύο μαζί, στον ίδιο χώρο, δεν ήξερα πώς θα αντέξω τέτοια ευτυχία.
Το Σάββατο το πρωί μας συνόδευσες στο Αττικό πάρκο. Τη φωτογραφία που σας έβγαλα εκείνο το πρωί ακόμη την έχω στο πορτοφόλι μου. Δε μπορώ να τη βγάλω. Δεν έχω τη δύναμη.
Μου είχες πει ότι είσαι λάτρης του θεάτρου και του σινεμά. Πολυάσχολος όμως και δε καταφέραμε παρά ένα σινεμα και ένα θέατρο, την αποφράδα μέρα. Και δύο εξόδους για φαγητό.
Το βράδυ στο σινεμά, βλέποντας τη ταινία σχεδόν κάναμε έρωτα. Δε με πείραξε ο κόσμος. Δε με ένοιαζε τίποτα. Αργότερα μου είπες ότι αυτό Σου άρεσε σε μένα. Μετά πήγαμε σπίτι Σου και συνεχίσαμε.
Ένα βράδυ, ήρθα και Σε βρήκα μετά από θέατρο. Πίντερ. Το επόμενο πρωί, στο μπλογκ Σου έβαλες τους στίχους του Πίντερ "Ξεκουράσω πλάι στο γλυκό καθρέπτη της αναμονής" και το συνόδεψες με πίνακα και link του Εγγονόπουλου. Πόσο πόνεσε, πόσο πόνεσε όταν αργότερα το έσβησες.
Τη Τρίτη το πρωί ήρθα και Σε βρήκα στη Ραφήνα. Έπεινες καφέ με φίλη που ήταν αναστατωμένη. Μετά με πήγες στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Καθίσαμε και αγναντέψαμε το Αιγαίο. Δε μπορούσαμε να κάνουμε έρωτα και έτσι μόνο εγώ Σε γεύτηκα. Και μου άρεσε τόσο, με τον ήλιο και τη μυρωδιά της θάλασσας. Το απόγευμα, όταν είπα στη μητέρα μου που ήμουνα, ενθουσιασμένη μου λέει, εκεί άλλαξα βέρες με το πατέρα σου. Στο έστειλα με μύνημα αυτό και απάντησες "Η ζωή είναι μικρή και αστεία αλλά και υπέροχη όταν τη μοιράζεται κανείς μαζί σας κυρία μου". Και πίστεψα ότι είσαι το πεπρωμένο μου. Το πίστεψα με όλο μου το είναι. Αργότερα κατέφυγα πολλές φορές σε αυτή ακριβώς την εκκλησία, εκληπαρώντας, εγώ η άθεη, τον άγιο που ευλόγησε το δεσμό των γoνιών μου, να μου δώσει φώτιση, να μου δώσει δύναμη, να με λυτρώσει.
Πόσο τυχερή αισθανόμουν που Σε βρήκα. Κοινά ενδιαφέροντα, εκπληκτική διανόηση, καταπληκτικό σεξ.
Πάθος. Και μου μιλούσες για κοινή ζωή, και το μέλλον. Και με έβρισκες υπέροχη. Ήμουν ότι χρόνια λαχταρούσες. Σου έλεγα, μη βιάζεσαι δε με ξέρεις ούτε δυό βδομάδες. Μου απαντούσες σε ξέρω όλη μου τη ζωή, σε περίμενα όλη μου τη ζωή. Μου έλεγες ότι δε μπορούσα εγώ να κάνω τίποτα κακό. (Πόσο γρήγορα τη ξέχασες αυτή τη κουβέντα.) Και η ύπαρξη του Ιάσωνα δεν ήταν για Σένα ούτε εμπόδιο, ούτε αδιάφορο γεγονός. Ήταν ένα από τα υπέρ μου. Τι άλλο να ζητήσει μια κοπέλα;
Α, επιπλέον ήσουν και οικονομικά, και κοινωνικά, και επιστημονικά, και πολιτικά καταξιωμένος. Το κερασάκι στη τούρτα. Καλό αλλά όχι απαραίτητο...
Είχα βρεί το παράδεισο μου. Και ήσουν ο άγγελος μου.
Είμασταν μαζί δέκα ευλογημένες μέρες. Παρασκευή με Δευτέρα. Είμασταν σχεδόν κάθε βράδυ μαζί. Κοίμιζα το παιδί, Σου ερχόμουνα, κάναμε έρωτα όλη νύχτα, γύριζα σπίτι πριν ξυπνήσει το παιδί. Ήμουνα σε υπερένταση. Ήμουνα τρισευτυχισμένη. Δεν ένοιωθα τη κούραση. Οι δύο ώρες ύπνου που ξέκλεβα κάθε μέρα μου αρκούσαν. Από το κορμι Σου, από το άγγιγμα Σου έπερνα όλη την ενέργεια του κόσμου. Το πρωί στη δουλειά, έβρισκα στο mail μου ηλεκτρονικά λουλούδια. Μου έστελνες ερωτικά μηνύματα. Κυκλοφορούσα σε μιά κατάσταση υπερδιέργεσης. Έτοιμη για Σένα, όλες τις στιγμές. Δοκίμασα πράγματα σεξουαλικά που ούτε που φανταζόμουν ότι θα τα έκανα ποτέ. Ξεκλείδωσες την ηδονή μέσα μου. Ανακάλυψα όλη μου τη δυναμικότητα. Ανοίχτηκα.
Ένα βράδυ, που δε μπορούσα να έρθω, ήρθες σπίτι μου και πέτυχες τον Ιάσωνα λίγο πριν κοιμηθεί. Κι όπως τον πήρες αγκαλιά, και σας είχα και τους δύο μαζί, στον ίδιο χώρο, δεν ήξερα πώς θα αντέξω τέτοια ευτυχία.
Το Σάββατο το πρωί μας συνόδευσες στο Αττικό πάρκο. Τη φωτογραφία που σας έβγαλα εκείνο το πρωί ακόμη την έχω στο πορτοφόλι μου. Δε μπορώ να τη βγάλω. Δεν έχω τη δύναμη.
Μου είχες πει ότι είσαι λάτρης του θεάτρου και του σινεμά. Πολυάσχολος όμως και δε καταφέραμε παρά ένα σινεμα και ένα θέατρο, την αποφράδα μέρα. Και δύο εξόδους για φαγητό.
Το βράδυ στο σινεμά, βλέποντας τη ταινία σχεδόν κάναμε έρωτα. Δε με πείραξε ο κόσμος. Δε με ένοιαζε τίποτα. Αργότερα μου είπες ότι αυτό Σου άρεσε σε μένα. Μετά πήγαμε σπίτι Σου και συνεχίσαμε.
Ένα βράδυ, ήρθα και Σε βρήκα μετά από θέατρο. Πίντερ. Το επόμενο πρωί, στο μπλογκ Σου έβαλες τους στίχους του Πίντερ "Ξεκουράσω πλάι στο γλυκό καθρέπτη της αναμονής" και το συνόδεψες με πίνακα και link του Εγγονόπουλου. Πόσο πόνεσε, πόσο πόνεσε όταν αργότερα το έσβησες.
Τη Τρίτη το πρωί ήρθα και Σε βρήκα στη Ραφήνα. Έπεινες καφέ με φίλη που ήταν αναστατωμένη. Μετά με πήγες στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Καθίσαμε και αγναντέψαμε το Αιγαίο. Δε μπορούσαμε να κάνουμε έρωτα και έτσι μόνο εγώ Σε γεύτηκα. Και μου άρεσε τόσο, με τον ήλιο και τη μυρωδιά της θάλασσας. Το απόγευμα, όταν είπα στη μητέρα μου που ήμουνα, ενθουσιασμένη μου λέει, εκεί άλλαξα βέρες με το πατέρα σου. Στο έστειλα με μύνημα αυτό και απάντησες "Η ζωή είναι μικρή και αστεία αλλά και υπέροχη όταν τη μοιράζεται κανείς μαζί σας κυρία μου". Και πίστεψα ότι είσαι το πεπρωμένο μου. Το πίστεψα με όλο μου το είναι. Αργότερα κατέφυγα πολλές φορές σε αυτή ακριβώς την εκκλησία, εκληπαρώντας, εγώ η άθεη, τον άγιο που ευλόγησε το δεσμό των γoνιών μου, να μου δώσει φώτιση, να μου δώσει δύναμη, να με λυτρώσει.
Πόσο τυχερή αισθανόμουν που Σε βρήκα. Κοινά ενδιαφέροντα, εκπληκτική διανόηση, καταπληκτικό σεξ.
Πάθος. Και μου μιλούσες για κοινή ζωή, και το μέλλον. Και με έβρισκες υπέροχη. Ήμουν ότι χρόνια λαχταρούσες. Σου έλεγα, μη βιάζεσαι δε με ξέρεις ούτε δυό βδομάδες. Μου απαντούσες σε ξέρω όλη μου τη ζωή, σε περίμενα όλη μου τη ζωή. Μου έλεγες ότι δε μπορούσα εγώ να κάνω τίποτα κακό. (Πόσο γρήγορα τη ξέχασες αυτή τη κουβέντα.) Και η ύπαρξη του Ιάσωνα δεν ήταν για Σένα ούτε εμπόδιο, ούτε αδιάφορο γεγονός. Ήταν ένα από τα υπέρ μου. Τι άλλο να ζητήσει μια κοπέλα;
Α, επιπλέον ήσουν και οικονομικά, και κοινωνικά, και επιστημονικά, και πολιτικά καταξιωμένος. Το κερασάκι στη τούρτα. Καλό αλλά όχι απαραίτητο...
Είχα βρεί το παράδεισο μου. Και ήσουν ο άγγελος μου.
Γράμμα σε Σένα - μέρος τρίτο - οι ακυρώσεις
Είμασταν μαζί δέκα ευλογημένες μέρες. Παρασκευή με Δευτέρα. Με ακυρώσεις όμως. Ακυρώσεις που με τσίγκλιζαν, που μου έφεραν ανυσηχία, αλλά δεν ήθελα να δω, η λογική δεν είχε τόπο. Ήθελα μόνο να είμαι μαζί Σου, να Σε αγγίζω, να Σε ακούω, να Σε κοιτάζω, να Σε γεύομαι.
Ήσουν το ιδανικό μου. Ήμουν το ιδανικό Σου. Κισμέτ.
Πολύ καλό για να είναι αληθινό. Ο σπόρος της αμφιβολίας μπήκε και ρίζωσε μέσα μου. Και άρχισα να παραξενεύομαι και άρχισα να ψάχνω.
Μου έλεγες θα κάνουμε αυτό και εκείνο και το άλλο και μετά κάτι συνέβαινε και μέναμε σπίτι Σου.
Τη τσικνοπέμπτη θα κανόνιζες να βγούμε με φίλους σου. Έμπλεξες με δουλειές και δεν κανόνισες.
Έψαξα το όνομα Σου στο internet και δε βρήκα ούτε μία δημοσίευση. Ογδοντα και δημοσιεύσεις και τίποτα. Πως είναι δυνατόν. Εγώ μία ψωροδημοσίευση έχω και βγάζει καμιά δεκαριά αποτελέσματα. Αργότερα παρακάλεσα μιά φίλη που δουλεύει στο ΙΚΥ και έψαξε και αυτή, σωστά. Ούτε αυτή βρήκε τίποτα.
Οι ημερομηνίες που έβγαζε στο βιβλιοπωλείο ήταν αυτές που είπες ότι ήσουνα στο εξωτερικό.
Από τις φορές που βγήκαμε, ούτε τις μισές δεν κέρασες. Ξέχασες το πορτοφόλι, ξέχασες να βάλεις χρήματα μέσα, είχες μόνο πεντακοσάρικο. Δεν έδωσα σημασία.
Βρήκα ότι η πρώην Σου δούλευε εκεί που είπες αλλά όχι με την ιδιότητα που είπες.
Το τελευταίο μας βράδυ, δεν είχα σκοπό να ρωτήσω, δεν ήμουν προετοιμασμένη, γιαυτό και το έκανα τόσο άγαρμπα. Κάτι οι κουβέντες που πέταξες για τη "Μαριέττα", κάτι για εκατό χιλιάρικα ευρώπουλα σα να είναι στραγάλια, κάτι που δε κέρασες γιά άλλη μια φορά, μαζευτήκανε πολλά και έκανα το μοιραίο λάθος.
- Είσαι απόλυτα ειλικρινής μαζί μου;
Με κοίταξες σοκαρισμένος - Τι εννοείς, τι φαντάζεσαι;
- Δεν έχει νόημα να σου πω, αν είναι κάτι θα μου το πεις μόνος σου
Συνέχισες να με κοιτάς σοκαρισμένος
- Προφανώς είσαι ειλικρινής, η σιωπή σου είναι η απάντηση μου, ας το αφήσουμε
Με έδιωξες από το σπίτι Σου. Χωρίς εξηγήσεις. Με πέταξες. Ήταν η πρώτη φορά, θα ακολουθούσαν και άλλες.
Ήσουν το ιδανικό μου. Ήμουν το ιδανικό Σου. Κισμέτ.
Πολύ καλό για να είναι αληθινό. Ο σπόρος της αμφιβολίας μπήκε και ρίζωσε μέσα μου. Και άρχισα να παραξενεύομαι και άρχισα να ψάχνω.
Μου έλεγες θα κάνουμε αυτό και εκείνο και το άλλο και μετά κάτι συνέβαινε και μέναμε σπίτι Σου.
Τη τσικνοπέμπτη θα κανόνιζες να βγούμε με φίλους σου. Έμπλεξες με δουλειές και δεν κανόνισες.
Έψαξα το όνομα Σου στο internet και δε βρήκα ούτε μία δημοσίευση. Ογδοντα και δημοσιεύσεις και τίποτα. Πως είναι δυνατόν. Εγώ μία ψωροδημοσίευση έχω και βγάζει καμιά δεκαριά αποτελέσματα. Αργότερα παρακάλεσα μιά φίλη που δουλεύει στο ΙΚΥ και έψαξε και αυτή, σωστά. Ούτε αυτή βρήκε τίποτα.
Οι ημερομηνίες που έβγαζε στο βιβλιοπωλείο ήταν αυτές που είπες ότι ήσουνα στο εξωτερικό.
Από τις φορές που βγήκαμε, ούτε τις μισές δεν κέρασες. Ξέχασες το πορτοφόλι, ξέχασες να βάλεις χρήματα μέσα, είχες μόνο πεντακοσάρικο. Δεν έδωσα σημασία.
Βρήκα ότι η πρώην Σου δούλευε εκεί που είπες αλλά όχι με την ιδιότητα που είπες.
Το τελευταίο μας βράδυ, δεν είχα σκοπό να ρωτήσω, δεν ήμουν προετοιμασμένη, γιαυτό και το έκανα τόσο άγαρμπα. Κάτι οι κουβέντες που πέταξες για τη "Μαριέττα", κάτι για εκατό χιλιάρικα ευρώπουλα σα να είναι στραγάλια, κάτι που δε κέρασες γιά άλλη μια φορά, μαζευτήκανε πολλά και έκανα το μοιραίο λάθος.
- Είσαι απόλυτα ειλικρινής μαζί μου;
Με κοίταξες σοκαρισμένος - Τι εννοείς, τι φαντάζεσαι;
- Δεν έχει νόημα να σου πω, αν είναι κάτι θα μου το πεις μόνος σου
Συνέχισες να με κοιτάς σοκαρισμένος
- Προφανώς είσαι ειλικρινής, η σιωπή σου είναι η απάντηση μου, ας το αφήσουμε
Με έδιωξες από το σπίτι Σου. Χωρίς εξηγήσεις. Με πέταξες. Ήταν η πρώτη φορά, θα ακολουθούσαν και άλλες.
Γράμμα σε Σένα - μέρος τέταρτο - κόλαση 1
Ήσουν το ιδανικό μου. Ήμουν το ιδανικό Σου. Κισμέτ.
Πως μπόρεσα, πως τόλμησα να Σε αμφισβητήσω.
Αμφισβητώντας Σε αμφισβήτησα και την αλήθεια όσων ζήσαμε, και αυτόματα έπαψα να είμαι το ιδανικό Σου.
Ταραγμένη, μέσα στη νύχτα, πριν φτάσω σπίτι, Σου στέλνω μύνημα. Εκλιπαρώ συγχώρεση. Άκόμη δε Σου έχω πει τις αμφιβολίες μου, απλώς ξέρεις ότι κάπου αμφιβάλω. Έρχεται σκληρή απάντηση και θεωρώ ότι αυτό ήταν, τελειώσαμε.
Το επόμενο απόγευμα μου στέλνεις ξανά μήνυμα. "Μη νομίζεις ότι εγώ δεν υποφέρω, νόμιζα ότι θα μοιραστούμε τη ζωή μας. " Σε παρακαλώ και πάλι. Όχι, δε θέλεις να αναθεωρήσεις. Δε πιστεύεις σε δεύτερες ευκαιρίες. Είμαι έτοιμη να το δεχτώ. Χτυπιέμαι για τη βλακεία μου, υποφέρω, αλλά αναγνωρίζω ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Σου στέλνω email εξηγώντας τις αμφιβολίες μου. Οφείλω να Σου εξηγήσω, οφείλω να προσπαθήσω. χειροτερεύω τα πράγματα. Απαντάς με σκληρότατο mail. Δε ξέρω τι να κάνω. Πρέπει να ανασυγκροτηθώ, να αφήσω το χρόνο να μου δείξει το δρόμο.
Και αρχίζεις ένα μπαράζ μηνυμάτων το ίδιο βράδυ
"Θέλω να κοιτάξεις τον εαυτό σου, το μέλλον σου, ποια θέλεις να είσαι και πως να ζεις σε πέντε δέκα χρόνια. Να σκεφτείς μόνο εσένα, καθόλου εμένα. Πως θα υποστηρίξεις αυτά που ονειρεύεσαι. Αυτά θέλω να συζητήσουμε την επόμενη εβδομάδα που θα συναντηθούμε. Καταλαβαίνεις γιατί στο ζητάω αυτό;"
Και οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν. Και μπήκα σε μια διαδικασία αυτοψυχανάλυσης. Έγραφα σα τη τρελή, σκέψεις σκέψεις σκέψεις. Και κάθε τόσο μου έστελνες μηνύματα, κατεύθυνες την σκέψη μου.
"Το θέμα είναι πως διαχειρίζεται κανείς τις ανασφάλειες του"
"Να μάθεις αφενός να μοιράζεσαι και αφετέρου να στηρίζεις ολόψυχα τις επιλογές σου"
Σου έστελνα και εγώ κάποιεςσκέψεις μου.
Μου γράφεις. Ελπίζω. Ασχολείσα μαζί μου. Νοιάζεσαι. Ελπίζω. Και συνεχίζω την αυτοψυχανάλυση. Είναι ο μόνος τρόπος να Σε ξανακερδίσω. Ελπίζω. Με καταστρέφει, κυκλοφορώ χαμένη, με ένα σημειωματάριο στο χέρι. Καταγράφω. Ψάχνω απάντηση. Ελπίζω.
Και κάποια στιγμή, μου στέλνεις το μαγικό "Τώρα σε νοιώθω πιό κοντά από ποτέ. "
Ανατροπή; Τόλμησα και Σου τηλεφώνησα. Έχω περάσει δύο εικοσιτετράωρα συνέχους πόνου, αυτοψυχανάλυσης, απόγνωσης. Νοιώθω εξουθενωμένη. Σε χρειάζομαι. Σου λέω ότι φοβάμαι να κάνω αυτή τη διαδικασία χωρίς τη βοήθεια ειδικού. Αμφισβήτηση δεύτερη. Παγώνεις. Με πετάς ξανά.
Το επόμενο πρωί, μου γράφεις ότι ο μόνος τρόπος που μπορείς να μας δείς μαζί, είναι σε μία σχέση καθαρά σεξουαλική και ίσως μετά από μήνες, ίσως να μπορέσεις να ξανανοιώσεις κοντά μου.
Αρρωσταίνω. Φεύγω από τη δουλειά σα τρελή, οδηγώ τέσσερις ώρες και καταλήγω στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Μπαίνω μέσα και καταρέω. Σωριάζομαι. Σπαράζω. Για πρώτη φορά μετά από είκοσιπέντε χρόνια προσεύχομαι. Από κάπου να πιαστώ. Κάπου να βρω ανακούφιση. Βοήθεια. Έλεος.
Σβήνω το τηλέφωνο Σου από το κινητό, σβήνω όλα τα μυνήματα. Θέλω να βάλω τελεία. Αλλά δε μπορώ. Δε τα κατάφερα. Το επόμενο βράδυ, έξω με φίλους, όλα μου φαίνονται ανούσια. Πληροφορίες καταλόγου και το τηλέφωνο Σου πάλι γνωστό. Σε εκλιπαρώ να με αφήσεις να έρθω να Σε δω. Αρνείσαι.
Τελεία;
Πως μπόρεσα, πως τόλμησα να Σε αμφισβητήσω.
Αμφισβητώντας Σε αμφισβήτησα και την αλήθεια όσων ζήσαμε, και αυτόματα έπαψα να είμαι το ιδανικό Σου.
Ταραγμένη, μέσα στη νύχτα, πριν φτάσω σπίτι, Σου στέλνω μύνημα. Εκλιπαρώ συγχώρεση. Άκόμη δε Σου έχω πει τις αμφιβολίες μου, απλώς ξέρεις ότι κάπου αμφιβάλω. Έρχεται σκληρή απάντηση και θεωρώ ότι αυτό ήταν, τελειώσαμε.
Το επόμενο απόγευμα μου στέλνεις ξανά μήνυμα. "Μη νομίζεις ότι εγώ δεν υποφέρω, νόμιζα ότι θα μοιραστούμε τη ζωή μας. " Σε παρακαλώ και πάλι. Όχι, δε θέλεις να αναθεωρήσεις. Δε πιστεύεις σε δεύτερες ευκαιρίες. Είμαι έτοιμη να το δεχτώ. Χτυπιέμαι για τη βλακεία μου, υποφέρω, αλλά αναγνωρίζω ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Σου στέλνω email εξηγώντας τις αμφιβολίες μου. Οφείλω να Σου εξηγήσω, οφείλω να προσπαθήσω. χειροτερεύω τα πράγματα. Απαντάς με σκληρότατο mail. Δε ξέρω τι να κάνω. Πρέπει να ανασυγκροτηθώ, να αφήσω το χρόνο να μου δείξει το δρόμο.
Και αρχίζεις ένα μπαράζ μηνυμάτων το ίδιο βράδυ
"Θέλω να κοιτάξεις τον εαυτό σου, το μέλλον σου, ποια θέλεις να είσαι και πως να ζεις σε πέντε δέκα χρόνια. Να σκεφτείς μόνο εσένα, καθόλου εμένα. Πως θα υποστηρίξεις αυτά που ονειρεύεσαι. Αυτά θέλω να συζητήσουμε την επόμενη εβδομάδα που θα συναντηθούμε. Καταλαβαίνεις γιατί στο ζητάω αυτό;"
Και οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν. Και μπήκα σε μια διαδικασία αυτοψυχανάλυσης. Έγραφα σα τη τρελή, σκέψεις σκέψεις σκέψεις. Και κάθε τόσο μου έστελνες μηνύματα, κατεύθυνες την σκέψη μου.
"Το θέμα είναι πως διαχειρίζεται κανείς τις ανασφάλειες του"
"Να μάθεις αφενός να μοιράζεσαι και αφετέρου να στηρίζεις ολόψυχα τις επιλογές σου"
Σου έστελνα και εγώ κάποιεςσκέψεις μου.
Μου γράφεις. Ελπίζω. Ασχολείσα μαζί μου. Νοιάζεσαι. Ελπίζω. Και συνεχίζω την αυτοψυχανάλυση. Είναι ο μόνος τρόπος να Σε ξανακερδίσω. Ελπίζω. Με καταστρέφει, κυκλοφορώ χαμένη, με ένα σημειωματάριο στο χέρι. Καταγράφω. Ψάχνω απάντηση. Ελπίζω.
Και κάποια στιγμή, μου στέλνεις το μαγικό "Τώρα σε νοιώθω πιό κοντά από ποτέ. "
Ανατροπή; Τόλμησα και Σου τηλεφώνησα. Έχω περάσει δύο εικοσιτετράωρα συνέχους πόνου, αυτοψυχανάλυσης, απόγνωσης. Νοιώθω εξουθενωμένη. Σε χρειάζομαι. Σου λέω ότι φοβάμαι να κάνω αυτή τη διαδικασία χωρίς τη βοήθεια ειδικού. Αμφισβήτηση δεύτερη. Παγώνεις. Με πετάς ξανά.
Το επόμενο πρωί, μου γράφεις ότι ο μόνος τρόπος που μπορείς να μας δείς μαζί, είναι σε μία σχέση καθαρά σεξουαλική και ίσως μετά από μήνες, ίσως να μπορέσεις να ξανανοιώσεις κοντά μου.
Αρρωσταίνω. Φεύγω από τη δουλειά σα τρελή, οδηγώ τέσσερις ώρες και καταλήγω στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Μπαίνω μέσα και καταρέω. Σωριάζομαι. Σπαράζω. Για πρώτη φορά μετά από είκοσιπέντε χρόνια προσεύχομαι. Από κάπου να πιαστώ. Κάπου να βρω ανακούφιση. Βοήθεια. Έλεος.
Σβήνω το τηλέφωνο Σου από το κινητό, σβήνω όλα τα μυνήματα. Θέλω να βάλω τελεία. Αλλά δε μπορώ. Δε τα κατάφερα. Το επόμενο βράδυ, έξω με φίλους, όλα μου φαίνονται ανούσια. Πληροφορίες καταλόγου και το τηλέφωνο Σου πάλι γνωστό. Σε εκλιπαρώ να με αφήσεις να έρθω να Σε δω. Αρνείσαι.
Τελεία;
Γράμμα σε Σένα - μέρος πέμπτο- η δεύτερη ευκαιρία
Κυριακή βράδυ, να ξημερώνει καθαρά Δευτέρα. Έξι μέρες μακριά Σου. Άρρωστη. Χαμένη.
Αντιστέκομαι και συνεχίζω να βγαίνω. Σε πείσμα του πόνου μου.
Έχω πάει με τη φιλενάδα μου θέατρο και μετά σε ταβερνείο μετά ζωντανής μουσικής στη Πλάκα. Χορεύω και το κινητό σφικτά στα χέρια. Αν μου στείλεις μύνημα να το δω αμέσως.
Στο χασαποσέρβικο απάνω, νοιώθω τη δόνηση στο χέρι. Μύνημα! "Αν θες έλα, αλλά δε νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε" Ώρα δωδεκάμιση. Αλαφιασμένη, πέρνω τη φίλη μου, πληρώνουμε και όσο τρέχουμε για το πάρκιν σου τηλεφωνώ, σε 40 λεπτά θα είμαι εκεί. Τρέχω σα τρελή, να αφήσω τη φίλη μου και να έρθω.
Ανοίγεις τη πόρτα, πέφτω στην αγκαλιά Σου, κάνουμε έρωτα. Κλαίω, Σου λέω "δε πιστεύω τι πήγα να χάσω".
Αχ και να ήξερα. Πέφτω στη φωτιά, ξανά. Δικιά Σου. Το ξέρεις.
Οι επόμενες μέρες δεν είναι ο παράδεισος που είχαμε ζήσει πριν, αλλά δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν αυτά που συνέβησαν, σκέφτομαι.
Όχι δε ζήτησες συγνώμη για τα σκληρά Σου λόγια.
Όχι δεν έδωσες εξηγήσεις.
Υπονοείται, αλλά δεν είναι φανερό. Είμαι υπό.
Το πρωί της Δευτέρας με διώχνεις, έχεις δουλειά.
Εγώ στη πλάνη μου ευτυχισμένη.
Βλεπόμαστε δυο τρία βράδυα ακόμη, δε θυμάμαι ακριβώς. Πάντα σπίτι Σου αυτή τη φορά. Τελειώσανε οι έξοδοι και η προσποίηση ότι είμαι για κάτι παραπάνω από το κρεβάτι Σου, αλλά ακόμη δε το βλέπω. Έτσι κι αλλιώς, και εμένα η μόνη μου επιθυμία είναι να Σε γεύομαι ιδιωτικά.
Α ναι ο αδερφός θα έκανε εγχείρηση και ανυσηχούσα. Προσφέρθηκες να με πας στη Πάτρα να τον δω. Μιλήσαμε πολύ στο τηλέφωνο. Μιλήσαμε για μια ιδέα επιχείρησης που είχα. Είχες αρχίσει να γράφεις τα ποιήματα στο μπλογκ Σου.
Τη Παρασκευή όμως τη θυμάμαι. Υποτίθεται ότι εκείνο το Σαββατοκύριακο θα πηγαίναμε εκδρομή. Ορεινή Ναυπακτία. Το ακύρωσες όμως γιατί είχες δουλειά.
Έτσι, ήρθα σπίτι Σου πάλι. Περάσαμε υπέροχα. Όπως καθόμαστε στο καναπέ γυμνοί με κοιτάζεις και λές "αυτή την εικόνα θέλω να τη κρατήσω για πάντα, είσαι ένας άγγελος". Μου είπες ότι ζήτησες από τη μεσήτρια της εταιρίας Σου να ψάξει κατάλληλο κτίριο για την επιχείρηση που σκεφτόμουν (άσε Σου λέω, να μη μεγαλοπιάνομαι, φοβάμαι να προχωρήσω τόσο γρήγορα), μου είπες ότι της ζήτησες να Σου βρεί και Σένα κατάλληλο σπίτι για μας, κοντά στο σχολείο του Ιάσωνα.
Το επόμενο πρωί θα πηγαίναμε με τον Ιάσωνα στην έκθεση του DaVinci. Είχα πάρει, έκπληξη, καθισματάκι παιδικό, για το αυτοκίνητο Σου... Και ένα δώρο από Σένα για τον Ιάσωνα. Για να Σε συμπαθήσει.
Το πρωί με ενημέρωσες ότι τελικά έχεις δουλειά. Δε πειράζει θα τα πούμε το βράδυ, κανονίσαμε.
Το απόγευμα ακούω το κινητό, μύνημα. Μες τη τρελή χαρά ανοίγω και διαβάζω
"Έχω την αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο σε "κοροιδεύω". Δεν είμαι ερωτευμένος. Είσαι υπέροχη γυναίκα αλλά δε μου "βγήκε". Ας σταματήσουμε εδώ."
Γροθιά στο στομάχι, άφωνη. Διπλώθηκα. Σκοτάδι στα μάτια, στο μυαλό, στη καρδιά, στη ψυχή. Το σώμα αντέδρασε. Σπασμοί. Εμετοί. Φεύγω από το σπίτι. Οδηγώ.
Είναι η τρίτη φορά που με πετάς.
Είναι μόνο 22 μέρες από τότε που Σε είδα πρώτη φορά.
Αντιστέκομαι και συνεχίζω να βγαίνω. Σε πείσμα του πόνου μου.
Έχω πάει με τη φιλενάδα μου θέατρο και μετά σε ταβερνείο μετά ζωντανής μουσικής στη Πλάκα. Χορεύω και το κινητό σφικτά στα χέρια. Αν μου στείλεις μύνημα να το δω αμέσως.
Στο χασαποσέρβικο απάνω, νοιώθω τη δόνηση στο χέρι. Μύνημα! "Αν θες έλα, αλλά δε νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε" Ώρα δωδεκάμιση. Αλαφιασμένη, πέρνω τη φίλη μου, πληρώνουμε και όσο τρέχουμε για το πάρκιν σου τηλεφωνώ, σε 40 λεπτά θα είμαι εκεί. Τρέχω σα τρελή, να αφήσω τη φίλη μου και να έρθω.
Ανοίγεις τη πόρτα, πέφτω στην αγκαλιά Σου, κάνουμε έρωτα. Κλαίω, Σου λέω "δε πιστεύω τι πήγα να χάσω".
Αχ και να ήξερα. Πέφτω στη φωτιά, ξανά. Δικιά Σου. Το ξέρεις.
Οι επόμενες μέρες δεν είναι ο παράδεισος που είχαμε ζήσει πριν, αλλά δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν αυτά που συνέβησαν, σκέφτομαι.
Όχι δε ζήτησες συγνώμη για τα σκληρά Σου λόγια.
Όχι δεν έδωσες εξηγήσεις.
Υπονοείται, αλλά δεν είναι φανερό. Είμαι υπό.
Το πρωί της Δευτέρας με διώχνεις, έχεις δουλειά.
Εγώ στη πλάνη μου ευτυχισμένη.
Βλεπόμαστε δυο τρία βράδυα ακόμη, δε θυμάμαι ακριβώς. Πάντα σπίτι Σου αυτή τη φορά. Τελειώσανε οι έξοδοι και η προσποίηση ότι είμαι για κάτι παραπάνω από το κρεβάτι Σου, αλλά ακόμη δε το βλέπω. Έτσι κι αλλιώς, και εμένα η μόνη μου επιθυμία είναι να Σε γεύομαι ιδιωτικά.
Α ναι ο αδερφός θα έκανε εγχείρηση και ανυσηχούσα. Προσφέρθηκες να με πας στη Πάτρα να τον δω. Μιλήσαμε πολύ στο τηλέφωνο. Μιλήσαμε για μια ιδέα επιχείρησης που είχα. Είχες αρχίσει να γράφεις τα ποιήματα στο μπλογκ Σου.
Τη Παρασκευή όμως τη θυμάμαι. Υποτίθεται ότι εκείνο το Σαββατοκύριακο θα πηγαίναμε εκδρομή. Ορεινή Ναυπακτία. Το ακύρωσες όμως γιατί είχες δουλειά.
Έτσι, ήρθα σπίτι Σου πάλι. Περάσαμε υπέροχα. Όπως καθόμαστε στο καναπέ γυμνοί με κοιτάζεις και λές "αυτή την εικόνα θέλω να τη κρατήσω για πάντα, είσαι ένας άγγελος". Μου είπες ότι ζήτησες από τη μεσήτρια της εταιρίας Σου να ψάξει κατάλληλο κτίριο για την επιχείρηση που σκεφτόμουν (άσε Σου λέω, να μη μεγαλοπιάνομαι, φοβάμαι να προχωρήσω τόσο γρήγορα), μου είπες ότι της ζήτησες να Σου βρεί και Σένα κατάλληλο σπίτι για μας, κοντά στο σχολείο του Ιάσωνα.
Το επόμενο πρωί θα πηγαίναμε με τον Ιάσωνα στην έκθεση του DaVinci. Είχα πάρει, έκπληξη, καθισματάκι παιδικό, για το αυτοκίνητο Σου... Και ένα δώρο από Σένα για τον Ιάσωνα. Για να Σε συμπαθήσει.
Το πρωί με ενημέρωσες ότι τελικά έχεις δουλειά. Δε πειράζει θα τα πούμε το βράδυ, κανονίσαμε.
Το απόγευμα ακούω το κινητό, μύνημα. Μες τη τρελή χαρά ανοίγω και διαβάζω
"Έχω την αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο σε "κοροιδεύω". Δεν είμαι ερωτευμένος. Είσαι υπέροχη γυναίκα αλλά δε μου "βγήκε". Ας σταματήσουμε εδώ."
Γροθιά στο στομάχι, άφωνη. Διπλώθηκα. Σκοτάδι στα μάτια, στο μυαλό, στη καρδιά, στη ψυχή. Το σώμα αντέδρασε. Σπασμοί. Εμετοί. Φεύγω από το σπίτι. Οδηγώ.
Είναι η τρίτη φορά που με πετάς.
Είναι μόνο 22 μέρες από τότε που Σε είδα πρώτη φορά.
Γράμμα σε Σένα - μέρος έκτο - κόλαση 2
Μούδιασμα. Θλίψη. Απόγνωση.
Απορία. Δε καταλαβαίνω τι έγινε. Δε καταλαβαίνω γιατί με πέταξες ξανά. Το μυαλό δε το χωράει.
Μπαίνω στο μπλογκ Σου συνέχεια και προσπαθώ να κατανοήσω. Αποτυγχάνω. Γράφεις ποίηση. Ανυσηχητική. Σε νοιώθω ότι πονάς. Πονάω και εγώ. Σε αγαπώ αλλά πως να σε πλησιάσω;
Ανταπαντώ με ένα ποίημα και εγώ. Δεν έχω το χάρισμα, άραγε κατάλαβες τι ήθελα να Σου πω; Μπορείς να καταλάβεις πόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για Σένα. Ανεξαρτήτως.
Έχω πράγματα στο σπίτι Σου, ρούχα, καλυντικά. Έχω και τα γραπτά της αυτοψυχανάλυσης που Σου έδωσα να διαβάσεις. Δε με νοιάζουν. Πέτα τα λέω. Πέτα και τα γραπτά Σε παρακαλώ. Δε θα ήθελα να πέσουν στα χέρια άλλου. Θέλεις να μου τα επιστρέψεις. Ξέρω ότι θα Σε δω άλλη μια φορά.
Αρχίζουν οι φαντασιώσεις της επανασύνδεσης. Δεκαεννέα μέρες μου το τρέναρες. Με έπαιρνες τελευταία στιγμή και φυσικά εγώ κάπου ήμουν. Κάποια στιγμή είπα στους φίλους μου, δεν απομακρυνόμαστε από τη γειτονιά μου, ο κόσμος να χαλάσει. Και επιτέλους ήρθε η στιγμή. Σου είχα ζητήσει είκοσι λεπτά από το χρόνο Σου. Ήμουνα προετοιμασμένη. Σου πήρα δώρο ένα βιβλίο και ένα CD, σημαδιακά για μένα. Σου έγραψα και την αφιέρωση. Σου μίλησα για την αγάπη μου. Σου είπα ότι θέλω να είμαι μαζί Σου.
Μίλησες αινιγματικά, νόμιζες, αλλά καταλάβαινα πολύ περισσότερα από όσα ήξερες πλέον. Είχα ψάξει πιο προσεκτικά, ήξερα περισσότερα για τη πραγματικότητα σου. Όχι όσα θα μάθαινα αργότερα, αλλά αρκετά για να ξέρω που βαδίζω. Μου έλειπες τόσο. Πονούσα τόσο που δεν είμαστε μαζί. Που θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί και Εσύ δεν ήθελες.
Η θλίψη, η απόγνωση μόνιμοι σύντροφοι πλέον. Το μυαλό κολλημένο σε Σένα. Ξεκίνησα ψυχανάλυση. Έπρεπε να βρω μια διέξοδο, ένα τρόπο να Σε ξεχάσω.
Πέντε μέρες μετά την ανταλλαγή μου στέλνεις μήνυμα "Κι όμως μου λείπεις...". Έτρεξα κοντά Σου. Δε τόλμησα να τηλεφωνήσω. Εμφανίστηκα στη πόρτα Σου. Με αγκάλιασες. Έτρεμα. Δε μου μίλησες για κάτι ουσιαστικό. Μου μίλησες για τον Πουλαντζά και την αυτοκτονία του, για το γάλλο φιλόσοφο και το στραγγαλισμό της γυναίκας του. Τα παιχνίδια του μυαλού συνεχίζονταν και είχαν πάρει πλέον τρομακτικές διαστάσεις. Εγώ σου μίλησα και πάλι για αγάπη. Σου είπα ότι ανήκεις στους ανθρώπους που αγαπώ και θα αγαπώ για πάντα, που αποδέχομαι όπως είναι ότι και να γίνει, για πάντα.
Σου είπα και μιά ιστορία: Πήγαινε σε μιά παιδική χαρά, θα δείς είκοσι τριάντα παιδάκια προσχολικής ηλικίας. Και είναι όλα τους μιά γλύκα, είναι όλα τους αξιαγάπητα, είναι όλα τους καλά. Σε είκοσι χρόνια θα έχουν γίνει ο έτσι, ο αλλιώς, ο δείνα, ο κάπως. Σε κάθε ένα από αυτά θα έχεις ελαττώματα, και λάθη, και κακίες να προσάψεις. Όμως τώρα είναι όλα αξιαγάπητα. Και Εσύ ήσουν κάποτε παιδί. Και εγώ. Όλοι μας.
Κατάλαβες άραγε τι προσπαθούσα να Σου πω;
Χωρίς και πάλι να Σε αμφισβητήσω;
Χωρίς να Σου ταρακουνήσω τη πραγματικότητα Σου;
Μπορείς άραγε να πιστέψεις ότι κάποιος μπορεί να Σε αγαπήσει τόσο;
Φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, έπρεπε να φύγω. Ρωτάω, και με μας τι θα γίνει. Δε ξέρω, θα σου τηλεφωνήσω απαντάς.
Περίμενα έξι μέρες. Σιγή. Σου στέλνω μήνυμα. Σιγή. Έρχομαι νύχτα, δύο τα ξημερώματα, έξω από το σπίτι Σου. Το φως ανοικτό. Σε εκλιπαρώ να μου μιλήσεις. Αρνείσαι. Θα σε πάρω εγώ λες. Δε παίρνεις. Περιμένω, αρχίζω να νευριάζω, πρώτη φορά, έχω νευριάσει πολύ. Μαθαίνω ότι είσαι άνεργος. Δε φαντάζεσαι πόσο νευριασμένη είμαι. Σου στέλνω σκληρό email. Συγνώμη για τη σκληρότητα μου. Δικαιούμαι και εγώ μια φορά...
Συνέχισα να είμαι μουδιασμένη, πήγα στο νησί, με το ημερολόγιο αγκαλιά να καταγράφω τις σκέψεις μου. Ανήμερα Πάσχα, σούρουπο, έφτιαξα μια αφιέρωση στην άμμο, τη φωτογράφισα, στην έστειλα. Το βράδυ σου τηλεφώνησα. Μιλάγαμε όλη νύχτα. Ήσουν ζεστός ξανά. Σου διάβασα την επιστολή προς Κορινθίους του απόστολου Παύλου. Σου είπα τι φανταζόμουνα ότι συνέβαινε. Γέλασες και το απέρριψες. Χωρίς να δώσεις εξηγήσεις. Συμφωνήσαμε να ειδωθούμε την επομένη.
Άρχισα και πάλι να ελπίζω.
Είχαμε περάσει σαράντα μέρες χώρια. Η δικιά μου σαρακοστή. Και είχε έρθει η ώρα της δικιάς μου ανάστασης.
Απορία. Δε καταλαβαίνω τι έγινε. Δε καταλαβαίνω γιατί με πέταξες ξανά. Το μυαλό δε το χωράει.
Μπαίνω στο μπλογκ Σου συνέχεια και προσπαθώ να κατανοήσω. Αποτυγχάνω. Γράφεις ποίηση. Ανυσηχητική. Σε νοιώθω ότι πονάς. Πονάω και εγώ. Σε αγαπώ αλλά πως να σε πλησιάσω;
Ανταπαντώ με ένα ποίημα και εγώ. Δεν έχω το χάρισμα, άραγε κατάλαβες τι ήθελα να Σου πω; Μπορείς να καταλάβεις πόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για Σένα. Ανεξαρτήτως.
Έχω πράγματα στο σπίτι Σου, ρούχα, καλυντικά. Έχω και τα γραπτά της αυτοψυχανάλυσης που Σου έδωσα να διαβάσεις. Δε με νοιάζουν. Πέτα τα λέω. Πέτα και τα γραπτά Σε παρακαλώ. Δε θα ήθελα να πέσουν στα χέρια άλλου. Θέλεις να μου τα επιστρέψεις. Ξέρω ότι θα Σε δω άλλη μια φορά.
Αρχίζουν οι φαντασιώσεις της επανασύνδεσης. Δεκαεννέα μέρες μου το τρέναρες. Με έπαιρνες τελευταία στιγμή και φυσικά εγώ κάπου ήμουν. Κάποια στιγμή είπα στους φίλους μου, δεν απομακρυνόμαστε από τη γειτονιά μου, ο κόσμος να χαλάσει. Και επιτέλους ήρθε η στιγμή. Σου είχα ζητήσει είκοσι λεπτά από το χρόνο Σου. Ήμουνα προετοιμασμένη. Σου πήρα δώρο ένα βιβλίο και ένα CD, σημαδιακά για μένα. Σου έγραψα και την αφιέρωση. Σου μίλησα για την αγάπη μου. Σου είπα ότι θέλω να είμαι μαζί Σου.
Μίλησες αινιγματικά, νόμιζες, αλλά καταλάβαινα πολύ περισσότερα από όσα ήξερες πλέον. Είχα ψάξει πιο προσεκτικά, ήξερα περισσότερα για τη πραγματικότητα σου. Όχι όσα θα μάθαινα αργότερα, αλλά αρκετά για να ξέρω που βαδίζω. Μου έλειπες τόσο. Πονούσα τόσο που δεν είμαστε μαζί. Που θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί και Εσύ δεν ήθελες.
Η θλίψη, η απόγνωση μόνιμοι σύντροφοι πλέον. Το μυαλό κολλημένο σε Σένα. Ξεκίνησα ψυχανάλυση. Έπρεπε να βρω μια διέξοδο, ένα τρόπο να Σε ξεχάσω.
Πέντε μέρες μετά την ανταλλαγή μου στέλνεις μήνυμα "Κι όμως μου λείπεις...". Έτρεξα κοντά Σου. Δε τόλμησα να τηλεφωνήσω. Εμφανίστηκα στη πόρτα Σου. Με αγκάλιασες. Έτρεμα. Δε μου μίλησες για κάτι ουσιαστικό. Μου μίλησες για τον Πουλαντζά και την αυτοκτονία του, για το γάλλο φιλόσοφο και το στραγγαλισμό της γυναίκας του. Τα παιχνίδια του μυαλού συνεχίζονταν και είχαν πάρει πλέον τρομακτικές διαστάσεις. Εγώ σου μίλησα και πάλι για αγάπη. Σου είπα ότι ανήκεις στους ανθρώπους που αγαπώ και θα αγαπώ για πάντα, που αποδέχομαι όπως είναι ότι και να γίνει, για πάντα.
Σου είπα και μιά ιστορία: Πήγαινε σε μιά παιδική χαρά, θα δείς είκοσι τριάντα παιδάκια προσχολικής ηλικίας. Και είναι όλα τους μιά γλύκα, είναι όλα τους αξιαγάπητα, είναι όλα τους καλά. Σε είκοσι χρόνια θα έχουν γίνει ο έτσι, ο αλλιώς, ο δείνα, ο κάπως. Σε κάθε ένα από αυτά θα έχεις ελαττώματα, και λάθη, και κακίες να προσάψεις. Όμως τώρα είναι όλα αξιαγάπητα. Και Εσύ ήσουν κάποτε παιδί. Και εγώ. Όλοι μας.
Κατάλαβες άραγε τι προσπαθούσα να Σου πω;
Χωρίς και πάλι να Σε αμφισβητήσω;
Χωρίς να Σου ταρακουνήσω τη πραγματικότητα Σου;
Μπορείς άραγε να πιστέψεις ότι κάποιος μπορεί να Σε αγαπήσει τόσο;
Φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, έπρεπε να φύγω. Ρωτάω, και με μας τι θα γίνει. Δε ξέρω, θα σου τηλεφωνήσω απαντάς.
Περίμενα έξι μέρες. Σιγή. Σου στέλνω μήνυμα. Σιγή. Έρχομαι νύχτα, δύο τα ξημερώματα, έξω από το σπίτι Σου. Το φως ανοικτό. Σε εκλιπαρώ να μου μιλήσεις. Αρνείσαι. Θα σε πάρω εγώ λες. Δε παίρνεις. Περιμένω, αρχίζω να νευριάζω, πρώτη φορά, έχω νευριάσει πολύ. Μαθαίνω ότι είσαι άνεργος. Δε φαντάζεσαι πόσο νευριασμένη είμαι. Σου στέλνω σκληρό email. Συγνώμη για τη σκληρότητα μου. Δικαιούμαι και εγώ μια φορά...
Συνέχισα να είμαι μουδιασμένη, πήγα στο νησί, με το ημερολόγιο αγκαλιά να καταγράφω τις σκέψεις μου. Ανήμερα Πάσχα, σούρουπο, έφτιαξα μια αφιέρωση στην άμμο, τη φωτογράφισα, στην έστειλα. Το βράδυ σου τηλεφώνησα. Μιλάγαμε όλη νύχτα. Ήσουν ζεστός ξανά. Σου διάβασα την επιστολή προς Κορινθίους του απόστολου Παύλου. Σου είπα τι φανταζόμουνα ότι συνέβαινε. Γέλασες και το απέρριψες. Χωρίς να δώσεις εξηγήσεις. Συμφωνήσαμε να ειδωθούμε την επομένη.
Άρχισα και πάλι να ελπίζω.
Είχαμε περάσει σαράντα μέρες χώρια. Η δικιά μου σαρακοστή. Και είχε έρθει η ώρα της δικιάς μου ανάστασης.
Γράμμα σε Σένα - μέρος έβδομο - η τρίτη ευκαιρία/ κόλαση 3
Χωρίς να έχει δωθεί καμία εξήγηση με δέχεσαι πίσω.
Δεν ειπώθηκε αλλά αφέθηκε να εννοειθεί.
Αν με αμφισβητήσεις ξανά, θα σε πετάξω
Αν με πιέσεις, θα σε πετάξω
Αν δεν είσαι απόλυτα ικανοποιημένη με το τίποτα που σου δίνω, θα σε πετάξω
Η "σχέση" μας στηρίζεται στην απόλυτη κυριαρχία.
Το δέχθηκα γιατί ήξερα ότι δεν θα άντεχα μακριά Σου.
Πίστεψα ότι είμαι δυνατή.
Πίστεψα ότι θα μπορέσω.
Τώρα πια ήξερα τι με περίμενε και ήμουνα αποφασισμένη να παλέψω μέχρι τέλους. Να κάνω ότι ήτανε ανθρωπίνως δυνατόν να Σε κρατήσω. Ένας μόνο ο στόχος. Να Σε κρατήσω. Να Σου δώσω μόνο αγάπη, να γιατρέψω τις πληγές Σου.
Πόσο λάθος έκανα, πόσο υπερεκτίμησα τη δύναμη μου...
(Ξανα)παραδόθηκα σε Σένα, (ξανα)έπεσα στη φωτιά.
Μετά την ολονύχτια συνομιλία μας, άυπνη, αναστατωμένη, πέρνω το δρόμο της επιστροφής για Αθήνα. Το βράδυ θα Σε δω. Δέκα ώρες ταξίδι, με αφόρητη κίνηση. Μόλις φτάνω Αθήνα επικοινωνώ. Να έρθω; Τι να σου πω, αν θέλεις έλα, αλλά μετά τις έντεκα, σε τόνο ενοχλημένο. Σφίγγω τα δόντια, με καρδιά να τρέμει, φοβάμαι για το τι θα μπορούσες να μου κάνεις, εξουθενωμένη, έρχομαι. Και με πέρνεις βίαια, χωρίς να μου πεις μιά κουβέντα, και με πονάς, σωματικά μα κυρίως ψυχικά, θέλω να κλάψω αλλά κρατιέμαι και προσπιούμαι. Για πρώτη φορά στη ζωή μου προσπιούμαι ότι αυτό θέλω και εγώ, ότι αυτό που κάνεις μου αρέσει. Κάποια στιγμή ο σωματικός πόνος είναι περισσότερο από ότι μπορώ να ανεχθώ. Αποτραβιέμαι χωρίς να παραπονεθώ, απλώς ενημερώνω. Με κοιτάς και ρωτάς, γιατί δε με φοβάσαι; Γιατί ξέρω πως Είσαι το πεπρωμένο μου. Το υπόλοιπο εκείνο βράδυ Σε είχα ξανά. Και πίστεψα ότι ίσως και να μείνεις.
Λέω για Σένα ότι ζεις σε ένα φανταστικό κόσμο. Και εγώ δε πάω πίσω. Πιστεύω σε ένα κόσμο που η αγάπη έχει δύναμη. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει.
Πόσες φορές δε με έφτασες στα όρια μου. Αισθάνομαι ακόμη τα χέρια Σου στο λαιμό μου και στο μυαλό ο φιλόσοφος που στραγγάλισε. Αρνήθηκα να δείξω φόβο. Σου έδειξα πλήρη εμπιστοσύνη. Και τη δοκίμασες πολλές φορές.
Ένα βράδυ, κουβεντιάζαμε για την απιστία, και απροκάλυπτα δήλωσες ότι δε καταλαβαίνεις γιατί εμένα με αφορά το τι κάνεις όταν δεν είμαι μαζί Σου. Ή γιατί αφορά Εσένα το τι κάνω εγώ. Σε παρακάλεσα να μη μιλάς έτσι γιατί με πληγώνει, γιατί δε μπορώ να πιστέψω ότι θα πήγαινες με άλλη. Το θέμα επανήλθε σε συζήτηση αρκετές φορές. Με δικιά Σου πρωτοβουλία. Και εγώ δεν ήξερα που περνάς τις μέρες Σου και τις νυχτές Σου. Και δε τολμούσα να ρωτήσω. Για να μη σε χάσω.
Με ξεκίνησες μια διαδικασία ζεστού/κρύου. Κάποιες μέρες ήσουνα ζεστός, τρυφερός, ο ΧΧΧΧ που αγαπώ. Κάποιες μέρες ήσουν απρόσιτος, ψυχρός. Δεν απαντούσες στα μηνύματα μου και δε σήκωνες το τηλέφωνο. Πίεζα το εαυτό μου να μη πάρει πάνω από δύο φορές στην ίδια μέρα. Φοβόμουνα μη Σε πιέσω. Δεν ήθελα να Σε χάσω. Μετά από δυό τρείς μέρες μου τηλεφωνούσες σα να μη συνέβαινε τιποτα. Και εγώ έκανα τη χαζή και απαντούσα σα να μη συμβαίνει τίποτα. Να Σε κρατήσω. Πάση θυσία να σε κρατήσω. Κι ας είχα περάσει τρείς μέρες στη κόλαση. Για να μη τρελαθώ, κατέγραψα τα πάντα με λεπτομέρεια. Και για να μη ξεχάσω τι τράβηξα. Η παρακάτω αριθμητική πράξη είναι που μου δίνει τη δύναμη και μένω μακριά σου εδώ και δύο μήνες. Όταν αμφιταλαντεύομαι και θέλω να έρθω να πέσω στα πόδια σου και πάλι σε αυτή καταφεύγω.
1+3+2+4+1+2+1+1+5+3+1+6+2+1+8(!)+2+2
Σαρανταπέντε μέρες. Οι ζεστές, ειδικά στη αρχή, υπέροχες. Μετά όχι τόσο. Είχα πλέον κουραστεί. Δεν ήξερα σε τι διάθεση θα ξυπνήσεις. Δε ήξερα πως θα μου το γυρίσεις.
Ανέπτυξα τρόπους να σπάω τις ψυχρές περιόδους Σου. Τη μία θα σου έστελνα μύνημα έντονου σεξουαλικού περιεχομένου, την άλλη θα σε χαίδευα αναγνωρίζοντας πόσο πολυάσχολος είσαι, μετά άρχισα να σου πετάω τα διάφορα προβλήματα μου. Τα δύσκολα οικονομικά μου, μιά αθένεια του Ιάσωνα, την ανυσηχία για τις κύστες στο στήθος, τη πιθανότητα εγκυμοσύνης, το πονεμένο μου πλευρό. Για να μπορέσεις να γίνει ο Ηρωάς μου και να επιστρέψεις πιό γρήγορα κοντά μου. Αληθινά όλα, αλλά δε με προβληματίζανε αυτά. Η ψυχρότητα Σου με προβλημάτιζε. Η φυχρότητα Σου με καταράκωνε.
Γύρισα από ταξίδι και δε πήρες να δείς αν έφτασα καλά. Όλες μου οι φιλενάδες, ο αδερφός μου και κανα δυό θειάδες τηλεφωνήσανε. Αλλά όχι Εσύ.
Θα πηγαιναμε εκδρομή. Ακύρωση
Θα κανονίζαμε ιστιοπλοία. Ακύρωση
Θα πηγαίναμε στη Συγγρου βόλτα. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στη πινακοθήκη και σε εκθέσεις. Ακύρωση.
Θα περπτάγαμε την Αθήνα κυνηγώντας αγελάδες. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στην έκθεση βιβλίου. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στο κοινωνικό φόρουμ. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε σινεμά εκεί που ξέρεις. Ακύρωση.
Θα με συντρόφευες για ψώνια. Ακύρωση.
Ήθελες να με δείς με string μαγιό αλλά δε μπόρεσες να έρθεις μαζί μου να το διαλέξεις.
Κανονίζαμε να βγούμε. Ακυρωση
Σπίτι σου συνέχεια. Πάντα μετά τις έντεκα. Δε λογαριάσες τη κούρασή μου, που έχω εγερτήριο στις εξίμηση κάθε μέρα. Και το δέχθηκα γιατί φοβόμουνα να μη Σε χάσω. Τα δέχτηκα όλα για να Σε κρατήσω.
Στις σαρανταπέντε αυτές μέρες βγήκαμε 3 φορές. Και μιλάμε για μια γυναίκα που είναι συνιθισμένη να βγαίνει κάθε μέρα και έναν άντρα ελεύθερο, που έμενε ξύπνιος μαζί μου μέχρι τις πέντε το πρωί ούτως ή άλλως. Α, πήγαμε και τρείς φορές στη θάλασσα. Έζησα μεγαλεία δίπλα Σου.
Δε με νοιάζει αυτό, οι ψυχρές μέρες ήταν που με εξουθενώσανε.
Αλλά και τις ζεστές δε με συνέπαιρνες, να αντισταθμίσει λίγο το πράγμα. Και στο ζήτησα γιατί καταλάβαινα ότι δε θα άντεχα για πολύ ακόμη έτσι.
Και δε παραπονέθηκα ούτε μία φορά. Έκανα τη χαζή. Γλυκεία, χαρούμενη. Πάντα.
Εστιασμένη στο στόχο μου. Να Σε κρατήσω. Όσο περισσότερο χρόνο γίνεται, μιά σχέση χωρίς ένταση, μέχρι ή να αρχίσεις να Είσαι αυτός που πραγματικά μπορείς να Είσαι, ή να εξουθενωθώ τόσο, που να καταρρεύσει το οικοδόμημα που είχα φτιάξει για Σένα.
Και κάποια στιγμή δεν άντεξα. Τριήμερο του Αγίου πνεύματος. Η μητέρα θα πήγαινε εκδρομή και εγώ θα έμενα μόνη με το παιδί. Ήξερα ότι το Σάββατο θα ξύπναγα στις πέντε και θα άρχιζε ο γολγοθάς. Μου ζήτησες να έρθω σπίτι Σου το προηγούμενο βράδυ. Μετά τις έντεκα. Και για πρώτη φορά αρνήθηκα. Δε φαντάστηκα ότι θα με τιμωρούσες για αυτό. Είχαμε κανονίσει να ερχόσουν σπίτι το Σάββατο για φαγητό και να περάσουμε τη μέρα μαζί εξάλλου. Το πρωί σε παίρνω να δω αν θα έρθεις, για να μαγειρέψω, και μου λές δε ξέρω, θα σε πάρω αργότερα. Και εγώ ξέρω, ότι ξεκινά άλλη μία ψυχρή περίοδος. Και ότι θα περάσω και πάλι το τριήμερο αγκαλιά με το κινητό ελπίζοντας σε ένα τηλεφώνημα που δε θα έρθει. Και θα πρέπει και πάλι να ψάχνω να βρω τρόπους να σε επαναφέρω κοντά. Δεν άντεξα. Αποφάσισα ότι δεν αντέχω άλλο.
Και έδωσα τέλος.
Να περάσω ένα ήρεμο τριήμερο τουλάχιστον.
Ένα μικρό διάλειμα από την κόλαση.
Δεν ειπώθηκε αλλά αφέθηκε να εννοειθεί.
Αν με αμφισβητήσεις ξανά, θα σε πετάξω
Αν με πιέσεις, θα σε πετάξω
Αν δεν είσαι απόλυτα ικανοποιημένη με το τίποτα που σου δίνω, θα σε πετάξω
Η "σχέση" μας στηρίζεται στην απόλυτη κυριαρχία.
Το δέχθηκα γιατί ήξερα ότι δεν θα άντεχα μακριά Σου.
Πίστεψα ότι είμαι δυνατή.
Πίστεψα ότι θα μπορέσω.
Τώρα πια ήξερα τι με περίμενε και ήμουνα αποφασισμένη να παλέψω μέχρι τέλους. Να κάνω ότι ήτανε ανθρωπίνως δυνατόν να Σε κρατήσω. Ένας μόνο ο στόχος. Να Σε κρατήσω. Να Σου δώσω μόνο αγάπη, να γιατρέψω τις πληγές Σου.
Πόσο λάθος έκανα, πόσο υπερεκτίμησα τη δύναμη μου...
(Ξανα)παραδόθηκα σε Σένα, (ξανα)έπεσα στη φωτιά.
Μετά την ολονύχτια συνομιλία μας, άυπνη, αναστατωμένη, πέρνω το δρόμο της επιστροφής για Αθήνα. Το βράδυ θα Σε δω. Δέκα ώρες ταξίδι, με αφόρητη κίνηση. Μόλις φτάνω Αθήνα επικοινωνώ. Να έρθω; Τι να σου πω, αν θέλεις έλα, αλλά μετά τις έντεκα, σε τόνο ενοχλημένο. Σφίγγω τα δόντια, με καρδιά να τρέμει, φοβάμαι για το τι θα μπορούσες να μου κάνεις, εξουθενωμένη, έρχομαι. Και με πέρνεις βίαια, χωρίς να μου πεις μιά κουβέντα, και με πονάς, σωματικά μα κυρίως ψυχικά, θέλω να κλάψω αλλά κρατιέμαι και προσπιούμαι. Για πρώτη φορά στη ζωή μου προσπιούμαι ότι αυτό θέλω και εγώ, ότι αυτό που κάνεις μου αρέσει. Κάποια στιγμή ο σωματικός πόνος είναι περισσότερο από ότι μπορώ να ανεχθώ. Αποτραβιέμαι χωρίς να παραπονεθώ, απλώς ενημερώνω. Με κοιτάς και ρωτάς, γιατί δε με φοβάσαι; Γιατί ξέρω πως Είσαι το πεπρωμένο μου. Το υπόλοιπο εκείνο βράδυ Σε είχα ξανά. Και πίστεψα ότι ίσως και να μείνεις.
Λέω για Σένα ότι ζεις σε ένα φανταστικό κόσμο. Και εγώ δε πάω πίσω. Πιστεύω σε ένα κόσμο που η αγάπη έχει δύναμη. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει.
Πόσες φορές δε με έφτασες στα όρια μου. Αισθάνομαι ακόμη τα χέρια Σου στο λαιμό μου και στο μυαλό ο φιλόσοφος που στραγγάλισε. Αρνήθηκα να δείξω φόβο. Σου έδειξα πλήρη εμπιστοσύνη. Και τη δοκίμασες πολλές φορές.
Ένα βράδυ, κουβεντιάζαμε για την απιστία, και απροκάλυπτα δήλωσες ότι δε καταλαβαίνεις γιατί εμένα με αφορά το τι κάνεις όταν δεν είμαι μαζί Σου. Ή γιατί αφορά Εσένα το τι κάνω εγώ. Σε παρακάλεσα να μη μιλάς έτσι γιατί με πληγώνει, γιατί δε μπορώ να πιστέψω ότι θα πήγαινες με άλλη. Το θέμα επανήλθε σε συζήτηση αρκετές φορές. Με δικιά Σου πρωτοβουλία. Και εγώ δεν ήξερα που περνάς τις μέρες Σου και τις νυχτές Σου. Και δε τολμούσα να ρωτήσω. Για να μη σε χάσω.
Με ξεκίνησες μια διαδικασία ζεστού/κρύου. Κάποιες μέρες ήσουνα ζεστός, τρυφερός, ο ΧΧΧΧ που αγαπώ. Κάποιες μέρες ήσουν απρόσιτος, ψυχρός. Δεν απαντούσες στα μηνύματα μου και δε σήκωνες το τηλέφωνο. Πίεζα το εαυτό μου να μη πάρει πάνω από δύο φορές στην ίδια μέρα. Φοβόμουνα μη Σε πιέσω. Δεν ήθελα να Σε χάσω. Μετά από δυό τρείς μέρες μου τηλεφωνούσες σα να μη συνέβαινε τιποτα. Και εγώ έκανα τη χαζή και απαντούσα σα να μη συμβαίνει τίποτα. Να Σε κρατήσω. Πάση θυσία να σε κρατήσω. Κι ας είχα περάσει τρείς μέρες στη κόλαση. Για να μη τρελαθώ, κατέγραψα τα πάντα με λεπτομέρεια. Και για να μη ξεχάσω τι τράβηξα. Η παρακάτω αριθμητική πράξη είναι που μου δίνει τη δύναμη και μένω μακριά σου εδώ και δύο μήνες. Όταν αμφιταλαντεύομαι και θέλω να έρθω να πέσω στα πόδια σου και πάλι σε αυτή καταφεύγω.
1+3+2+4+1+2+1+1+5+3+1+6+2+1+8(!)+2+2
Σαρανταπέντε μέρες. Οι ζεστές, ειδικά στη αρχή, υπέροχες. Μετά όχι τόσο. Είχα πλέον κουραστεί. Δεν ήξερα σε τι διάθεση θα ξυπνήσεις. Δε ήξερα πως θα μου το γυρίσεις.
Ανέπτυξα τρόπους να σπάω τις ψυχρές περιόδους Σου. Τη μία θα σου έστελνα μύνημα έντονου σεξουαλικού περιεχομένου, την άλλη θα σε χαίδευα αναγνωρίζοντας πόσο πολυάσχολος είσαι, μετά άρχισα να σου πετάω τα διάφορα προβλήματα μου. Τα δύσκολα οικονομικά μου, μιά αθένεια του Ιάσωνα, την ανυσηχία για τις κύστες στο στήθος, τη πιθανότητα εγκυμοσύνης, το πονεμένο μου πλευρό. Για να μπορέσεις να γίνει ο Ηρωάς μου και να επιστρέψεις πιό γρήγορα κοντά μου. Αληθινά όλα, αλλά δε με προβληματίζανε αυτά. Η ψυχρότητα Σου με προβλημάτιζε. Η φυχρότητα Σου με καταράκωνε.
Γύρισα από ταξίδι και δε πήρες να δείς αν έφτασα καλά. Όλες μου οι φιλενάδες, ο αδερφός μου και κανα δυό θειάδες τηλεφωνήσανε. Αλλά όχι Εσύ.
Θα πηγαιναμε εκδρομή. Ακύρωση
Θα κανονίζαμε ιστιοπλοία. Ακύρωση
Θα πηγαίναμε στη Συγγρου βόλτα. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στη πινακοθήκη και σε εκθέσεις. Ακύρωση.
Θα περπτάγαμε την Αθήνα κυνηγώντας αγελάδες. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στην έκθεση βιβλίου. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε στο κοινωνικό φόρουμ. Ακύρωση.
Θα πηγαίναμε σινεμά εκεί που ξέρεις. Ακύρωση.
Θα με συντρόφευες για ψώνια. Ακύρωση.
Ήθελες να με δείς με string μαγιό αλλά δε μπόρεσες να έρθεις μαζί μου να το διαλέξεις.
Κανονίζαμε να βγούμε. Ακυρωση
Σπίτι σου συνέχεια. Πάντα μετά τις έντεκα. Δε λογαριάσες τη κούρασή μου, που έχω εγερτήριο στις εξίμηση κάθε μέρα. Και το δέχθηκα γιατί φοβόμουνα να μη Σε χάσω. Τα δέχτηκα όλα για να Σε κρατήσω.
Στις σαρανταπέντε αυτές μέρες βγήκαμε 3 φορές. Και μιλάμε για μια γυναίκα που είναι συνιθισμένη να βγαίνει κάθε μέρα και έναν άντρα ελεύθερο, που έμενε ξύπνιος μαζί μου μέχρι τις πέντε το πρωί ούτως ή άλλως. Α, πήγαμε και τρείς φορές στη θάλασσα. Έζησα μεγαλεία δίπλα Σου.
Δε με νοιάζει αυτό, οι ψυχρές μέρες ήταν που με εξουθενώσανε.
Αλλά και τις ζεστές δε με συνέπαιρνες, να αντισταθμίσει λίγο το πράγμα. Και στο ζήτησα γιατί καταλάβαινα ότι δε θα άντεχα για πολύ ακόμη έτσι.
Και δε παραπονέθηκα ούτε μία φορά. Έκανα τη χαζή. Γλυκεία, χαρούμενη. Πάντα.
Εστιασμένη στο στόχο μου. Να Σε κρατήσω. Όσο περισσότερο χρόνο γίνεται, μιά σχέση χωρίς ένταση, μέχρι ή να αρχίσεις να Είσαι αυτός που πραγματικά μπορείς να Είσαι, ή να εξουθενωθώ τόσο, που να καταρρεύσει το οικοδόμημα που είχα φτιάξει για Σένα.
Και κάποια στιγμή δεν άντεξα. Τριήμερο του Αγίου πνεύματος. Η μητέρα θα πήγαινε εκδρομή και εγώ θα έμενα μόνη με το παιδί. Ήξερα ότι το Σάββατο θα ξύπναγα στις πέντε και θα άρχιζε ο γολγοθάς. Μου ζήτησες να έρθω σπίτι Σου το προηγούμενο βράδυ. Μετά τις έντεκα. Και για πρώτη φορά αρνήθηκα. Δε φαντάστηκα ότι θα με τιμωρούσες για αυτό. Είχαμε κανονίσει να ερχόσουν σπίτι το Σάββατο για φαγητό και να περάσουμε τη μέρα μαζί εξάλλου. Το πρωί σε παίρνω να δω αν θα έρθεις, για να μαγειρέψω, και μου λές δε ξέρω, θα σε πάρω αργότερα. Και εγώ ξέρω, ότι ξεκινά άλλη μία ψυχρή περίοδος. Και ότι θα περάσω και πάλι το τριήμερο αγκαλιά με το κινητό ελπίζοντας σε ένα τηλεφώνημα που δε θα έρθει. Και θα πρέπει και πάλι να ψάχνω να βρω τρόπους να σε επαναφέρω κοντά. Δεν άντεξα. Αποφάσισα ότι δεν αντέχω άλλο.
Και έδωσα τέλος.
Να περάσω ένα ήρεμο τριήμερο τουλάχιστον.
Ένα μικρό διάλειμα από την κόλαση.
Γράμμα σε Σένα - μέρος όγδοο - κόλαση 4
Σου έγραψα "Και εδώ τελειώνει ότι κι αν ήταν αυτό που είχαμε. Κρίμα γιατί πραγματικά Σε αγαπώ". Άφησα ένα παράθυρο ανοικτό. Ήθελα τόσο να υπάρξει ανατροπή. Απάντησες σκληρά, υπονοώντας ότι ούτως ή άλλως θα έφευγες Εσύ. Αποκάλεσες την αγάπη μου αυταπάτη. Με ποιό δικαίωμα άραγε κρίνεις τα δικά μου αισθήματα; Που ξέρεις Εσύ τι θα πει αγάπη; Πότε την έννοιωσες, πότε τα έδωσες όλα σε έναν άνθρωπο, πότε ένοιωσες αυταπάρνηση; Ίσως αυτό που νοιώθω για Σένα να μην είναι αγάπη. Είναι όμως πολύ κοντά σε αυτό που νοιώθω για τον Ιάσωνα. Πολύ κοντά.
Έννοιωσα ότι έφυγα νωρίς. Ότι θα μπορούσα ίσως να αντέξω λίγο ακόμη. Ότι έπρεπα να είχα κάνει υπομονή. Θα την έβρισκα τη δύναμη. Έλπιζα σε μιά ανατροπή. Το μπλογκ άρχισε να αναφέρεται σε Σένα. Στη προσπάθεια μου να κόψω τους δεσμούς μου από σένα.
Κατάρριψη του πεπρωμένου.
Κατάρριψη της διαίσθησης και του ενστίκτου.
Κατάρριψη της δύναμης της αγάπης ως σωτηρία του άλλου.
Κατάρριψη της πηγής του πάθους.
Με διάβαζες, δύο τρείς φορές την ημέρα. Δεν ήξερες ότι είχα βάλει μετρητήρι και ήξερα. Όσο έμπαινες στο μπλογκ έλπιζα. Ασχολείσαι. Νοιάζεσαι. Ελπίζω.
Μία εβδομάδα μετά το χωρισμό μας ανεβάζεις το πιο σκληρό ποστ που θα μπορούσες ποτέ. (το κατέβασες μόλις σχολίασα, είχε επιτελέσει το σκοπό του, αλλά εγώ το έχω ακόμη, για να μη ξεχάσω, να το δημοσιοποιήσω άραγε;)
Ήμουνα το συμβατικο, χαμηλών τόνων happy families project για Σένα. (Μα εγώ μόνο πάθος σου έδωσα. Πότε άφησα να εννοειθεί ότι θέλω συμβατική ζωή;)
Στηριζόμενο σε αμοιβαία αλληλοκατανόηση (!!!! σε ποιά σφαίρα επιστημονικής φαντασίας;)
Γνώρισες καλονή που σε γέμισε πάθος το βράδυ που δεν ήρθα να σε δω και αμφιταλαντευόσουνα για το αν θα εγκαταλείψεις το project (πότε ακριβώς, γιατί κατά τις δώδεκα είχες μπει στο μπλογκ μου;)
Είχες αποφασίσει να συνεχίσεις μαζί μου (οποία μου τιμή) και εκείνη ακριβώς τη στιγμή εγώ σε ελευθέρωσα. (Τι ειρωνία!)
Επιστέγασμα όλων; Τοποθέτησες την "ιστορία" Σου, εκεί που είχες πει ότι θα με πας.
Μα τόσο Σε πείραξε πιά το ποστ μου για τον ασκητή φιλόσοφο;
Το αν αυτά που έγραψες είναι αλήθεια ή όχι, δεν έχει σημασία. Ο σκοπός Σου όμως τι άλλο θα μπορούσε να είναι από το να μου δώσεις το τελικό, θανατηφόρο χτύπημα; Να έχεις την ικανοποίηση της τελευταίας κουβέντας;
Πόσο σκληρός μπορείς να γίνεις. Ήταν όμως αυτό το κείμενο δώρο. Γιατί μετά από αυτό δεν έχει νόημα εγώ ξανά να Σε παρακαλέσω. Η κίνηση πρέπει να είναι δικιά Σου πλέον. Και αυτό ήταν δώρο και Σε ευχαριστώ.
Δε ξαναμπήκες στο μπλογκ μου παρά μόνο μιά φορά.
Δεν έγραψες πάρα ένα δύο κειμενάκια που ίσως να έχουν μπηχτές για μένα.
Αδιαφορείς. Και αυτό είναι δώρο. Σε ευχαριστώ πολύ.
Είναι δύο μήνες που χωρίσαμε.
Αυτούς τους δύο μήνες μου φέρθηκες πιο ανθρώπινα από ποτέ.
Εγω συνεχίζω να ασχολούμαι, συνεχίζω να Σε διαβάζω, να Σε σκέφτομαι όλες τις στιγμές.
Συνεχίζω να Σε αγαπώ.
Συνεχίζω να βρίσκομαι στη κόλαση.
Έννοιωσα ότι έφυγα νωρίς. Ότι θα μπορούσα ίσως να αντέξω λίγο ακόμη. Ότι έπρεπα να είχα κάνει υπομονή. Θα την έβρισκα τη δύναμη. Έλπιζα σε μιά ανατροπή. Το μπλογκ άρχισε να αναφέρεται σε Σένα. Στη προσπάθεια μου να κόψω τους δεσμούς μου από σένα.
Κατάρριψη του πεπρωμένου.
Κατάρριψη της διαίσθησης και του ενστίκτου.
Κατάρριψη της δύναμης της αγάπης ως σωτηρία του άλλου.
Κατάρριψη της πηγής του πάθους.
Με διάβαζες, δύο τρείς φορές την ημέρα. Δεν ήξερες ότι είχα βάλει μετρητήρι και ήξερα. Όσο έμπαινες στο μπλογκ έλπιζα. Ασχολείσαι. Νοιάζεσαι. Ελπίζω.
Μία εβδομάδα μετά το χωρισμό μας ανεβάζεις το πιο σκληρό ποστ που θα μπορούσες ποτέ. (το κατέβασες μόλις σχολίασα, είχε επιτελέσει το σκοπό του, αλλά εγώ το έχω ακόμη, για να μη ξεχάσω, να το δημοσιοποιήσω άραγε;)
Ήμουνα το συμβατικο, χαμηλών τόνων happy families project για Σένα. (Μα εγώ μόνο πάθος σου έδωσα. Πότε άφησα να εννοειθεί ότι θέλω συμβατική ζωή;)
Στηριζόμενο σε αμοιβαία αλληλοκατανόηση (!!!! σε ποιά σφαίρα επιστημονικής φαντασίας;)
Γνώρισες καλονή που σε γέμισε πάθος το βράδυ που δεν ήρθα να σε δω και αμφιταλαντευόσουνα για το αν θα εγκαταλείψεις το project (πότε ακριβώς, γιατί κατά τις δώδεκα είχες μπει στο μπλογκ μου;)
Είχες αποφασίσει να συνεχίσεις μαζί μου (οποία μου τιμή) και εκείνη ακριβώς τη στιγμή εγώ σε ελευθέρωσα. (Τι ειρωνία!)
Επιστέγασμα όλων; Τοποθέτησες την "ιστορία" Σου, εκεί που είχες πει ότι θα με πας.
Μα τόσο Σε πείραξε πιά το ποστ μου για τον ασκητή φιλόσοφο;
Το αν αυτά που έγραψες είναι αλήθεια ή όχι, δεν έχει σημασία. Ο σκοπός Σου όμως τι άλλο θα μπορούσε να είναι από το να μου δώσεις το τελικό, θανατηφόρο χτύπημα; Να έχεις την ικανοποίηση της τελευταίας κουβέντας;
Πόσο σκληρός μπορείς να γίνεις. Ήταν όμως αυτό το κείμενο δώρο. Γιατί μετά από αυτό δεν έχει νόημα εγώ ξανά να Σε παρακαλέσω. Η κίνηση πρέπει να είναι δικιά Σου πλέον. Και αυτό ήταν δώρο και Σε ευχαριστώ.
Δε ξαναμπήκες στο μπλογκ μου παρά μόνο μιά φορά.
Δεν έγραψες πάρα ένα δύο κειμενάκια που ίσως να έχουν μπηχτές για μένα.
Αδιαφορείς. Και αυτό είναι δώρο. Σε ευχαριστώ πολύ.
Είναι δύο μήνες που χωρίσαμε.
Αυτούς τους δύο μήνες μου φέρθηκες πιο ανθρώπινα από ποτέ.
Εγω συνεχίζω να ασχολούμαι, συνεχίζω να Σε διαβάζω, να Σε σκέφτομαι όλες τις στιγμές.
Συνεχίζω να Σε αγαπώ.
Συνεχίζω να βρίσκομαι στη κόλαση.
Γράμμα σε Σένα - μέρος δέκατο - απολογισμός
Πως μπορώ να εξηγήσω την ουσία των τελευταίων έξι μηνών;
Τριάντα ώρες και, ψυχανάλυσης, και άκρη δε βρήκα.
Ποιά είναι η αλήθεια ακόμη δε ξέρω. Τα παιχνίδια του μυαλού περίεργα και η πραγματικότητα υποκειμενική. Τι ίσχυε από αυτά που είπες δε ξέρω. Έπαιξα το παιχνίδι και βίωσα τη δική Σου πραγματικότητα για να μπορέσω να είμαι μαζί Σου. Και δε ξέρω πλέον τι υπάρχει και τι όχι.
Το μόνο που βγάζει νόημα είναι ότι ζεις σε ένα φανταστικό κόσμο, τόσο έντονα, πιστεύεις πραγματικά ότι αυτό είναι. Κάθε τι που Σε φέρνει αντιμέτωπο με τη πραγματικότητα των άλλων, αυτή που βιώνουμε οι υπόλοιποι, πρέπει να παταχθεί, να εξολοθρευτεί. Ο κόσμος Σου είναι ωραίος και μαγικός αλλά ευθραστος, ετοιμόροπος. Η παραμικρή δόνηση και θα καταρρεύσει. Όταν διαισθάνεσαι απειλή απομακρύνεσαι, αντεπιτίθεσαι. Προσπάθησα πραγματικά να τον στηρίξω αυτό τον κόσμο για Σένα γιατί πίστεψα ότι αυτό χρειαζόσουν. Απέτυχα.
Ίσως και να κάνω λάθος. Όπως είπες υπάρχουν χιλιάδες άλλες εκδοχές. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένα παιχνιδάκι που έπαιξες για να με χειριστείς όπως ήθελες. Θα μπορούσε να είναι μια δοκιμασία της αγάπης μου και εγώ απέτυχα στις εξετάσεις. Θα μπορούσε πολλά.
Δε ξέρω τι είναι, τι δεν είναι.
Έχει σημασία; Τα αισθήματα μου δεδομένα, ανεξαρτήτως των απαντήσεων.
Τι έμεινε;
Έξι μήνες πόνου
αλλά και,
ξεκίνησα ψυχανάλυση, με αφορμή Εσένα θα γιατρέψω επιτέλους εμένα
σε πείσμα της απόγνωσης ξεκίνησα πράγματα που πάντα ήθελα να κάνω
αποφάσισα επιτέλους να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και να τη φτιάξω όπως μου αξίζει
έφτιαξα το μπλογκ και βρήκα εδω μέσα ενσυναίσθηση,
και το σημαντικότερο
τέσσερις φιλενάδες, με άκουσαν, μου στάθηκαν, με στήριξαν, με κατάλαβαν, με αποδέχτηκαν, μου αποδεικνύουν έξι μήνες τώρα πόσο σημαντική είμαι για αυτές, πόσο με νοιάζονται.
Το 2006 είναι η χρονιά Σου.
Το 2006 με αφορμή Εσένα γίνεται η χρονιά της ενδοσκόπησης, του ξεκαθαρίσματος, της λύτρωσης μου. Σε ευχαριστώ.
Το 2006 είναι η χρονιά Σου. Στο χαρίζω. Χαλάλι Σου.
Τριάντα ώρες και, ψυχανάλυσης, και άκρη δε βρήκα.
Ποιά είναι η αλήθεια ακόμη δε ξέρω. Τα παιχνίδια του μυαλού περίεργα και η πραγματικότητα υποκειμενική. Τι ίσχυε από αυτά που είπες δε ξέρω. Έπαιξα το παιχνίδι και βίωσα τη δική Σου πραγματικότητα για να μπορέσω να είμαι μαζί Σου. Και δε ξέρω πλέον τι υπάρχει και τι όχι.
Το μόνο που βγάζει νόημα είναι ότι ζεις σε ένα φανταστικό κόσμο, τόσο έντονα, πιστεύεις πραγματικά ότι αυτό είναι. Κάθε τι που Σε φέρνει αντιμέτωπο με τη πραγματικότητα των άλλων, αυτή που βιώνουμε οι υπόλοιποι, πρέπει να παταχθεί, να εξολοθρευτεί. Ο κόσμος Σου είναι ωραίος και μαγικός αλλά ευθραστος, ετοιμόροπος. Η παραμικρή δόνηση και θα καταρρεύσει. Όταν διαισθάνεσαι απειλή απομακρύνεσαι, αντεπιτίθεσαι. Προσπάθησα πραγματικά να τον στηρίξω αυτό τον κόσμο για Σένα γιατί πίστεψα ότι αυτό χρειαζόσουν. Απέτυχα.
Ίσως και να κάνω λάθος. Όπως είπες υπάρχουν χιλιάδες άλλες εκδοχές. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένα παιχνιδάκι που έπαιξες για να με χειριστείς όπως ήθελες. Θα μπορούσε να είναι μια δοκιμασία της αγάπης μου και εγώ απέτυχα στις εξετάσεις. Θα μπορούσε πολλά.
Δε ξέρω τι είναι, τι δεν είναι.
Έχει σημασία; Τα αισθήματα μου δεδομένα, ανεξαρτήτως των απαντήσεων.
Τι έμεινε;
Έξι μήνες πόνου
αλλά και,
ξεκίνησα ψυχανάλυση, με αφορμή Εσένα θα γιατρέψω επιτέλους εμένα
σε πείσμα της απόγνωσης ξεκίνησα πράγματα που πάντα ήθελα να κάνω
αποφάσισα επιτέλους να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και να τη φτιάξω όπως μου αξίζει
έφτιαξα το μπλογκ και βρήκα εδω μέσα ενσυναίσθηση,
και το σημαντικότερο
τέσσερις φιλενάδες, με άκουσαν, μου στάθηκαν, με στήριξαν, με κατάλαβαν, με αποδέχτηκαν, μου αποδεικνύουν έξι μήνες τώρα πόσο σημαντική είμαι για αυτές, πόσο με νοιάζονται.
Το 2006 είναι η χρονιά Σου.
Το 2006 με αφορμή Εσένα γίνεται η χρονιά της ενδοσκόπησης, του ξεκαθαρίσματος, της λύτρωσης μου. Σε ευχαριστώ.
Το 2006 είναι η χρονιά Σου. Στο χαρίζω. Χαλάλι Σου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)