Τρίτη, Ιουλίου 18, 2006

"αχ πόσα θέλω να Σου πω, και δεν υπάρχουν λόγια"

Σήμερα ήθελα να πάω σε μία συναυλία. Τίποτα δε θα με κρατούσε μακριά. Σα δαιμονισμένη. Ξεκινούσε στις εννιάμιση. Εμπλεξα με τη δουλειά, έφτασα σπίτι εννιάμιση. Γρήγορα να αλλάξω, να κοιμήσω το παιδί, να πάω. Να πάω. Τίποτα δε με κρατούσε. Να πάω.
Ο δρόμος θα με πέρναγε έξω από το σπίτι του. Μια τρελή ελπίδα; παράνοια; για τυχαίες συναντήσεις. Ίσως να είναι εκεί. Φαντασιώσεις επανασυνδέσεων. Τι θέλω, τι φαντάζομαι, τι περιμένω; Με βαθιά επίγνωση της χείμαιρας, τρελές φαντασιώσεις. Περνώ έξω από το σπίτι, η καρδιά μου κτυπά σα τρελή, πάντα έτσι είναι, πάντα τρέμω. Σύγκορμη. Εύχομαι να τον δω, εύχομαι όχι. Δε πάω καλύτερα να στηθώ απέξω. Με τι πρόφαση. Να βρω πρόφαση. Για να περάσω. Να δω αν είναι εκεί. Και πάντα να τρέμω.
Τα φώτα ανοικτά. κρεμασμένες ελπίδες. Δε θα είναι εκεί. Δε θα τον συναντήσω "τυχαία". Δεν υπήρχε περίπτωση. Κρατιέμαι από τι; Πάω ούτως ή άλλως. Οι φαντασιώσεις θεριεύουν. Τα τραγούδια σα να γράφτηκαν όλα για μένα, για την απόγνωση μου. Κάθε στίχος γροθιά, "Απόψε η νύχτα μοιάζει με απειλή", και εγω δεν έχω που να κρυφτώ. Δε θέλω να κρυφτώ.Έλα δώσε μου, χτύπα και άλλο, αντέχω. Οχι δεν αντέχω. Αντιστέκομαι. Κάνω ότι πρέπει, προσποιούμαι κυρίως για να ξεγελάσω τον εαυτό μου, αλλά αυτός με κοιτάζει ειρωνικά. Ότι και να κάνεις μου λέει από εμένα δε ξεφεύγεις. Θα με κουβαλάς. Πάντα.
"Φεγγαροστολισμένη μου κι αστροστεφανωμένη, αν μια καρδιά στα πόδια σου ματώνει λαβωμένη, είναι η δική μου η καρδιά που κλαίει και σπαράζει, που ικετεύει μιά ματιά μα εσένα δε σε νοιάζει"
Κι όλη την ώρα το κινητό σφιχτά στα χέρια, τυφλές προσμονές μυνημάτων που ξέρω ότι δε θα έρθουν. Η σκέψη έντονα σε σένα, να σου στείλω κύμματα παράκλησης. Κοιτάζω γύρω μου μήπως φανείς. Λυπήσου με. Και συνάμα η σκέψη να γραπώνει τη πραγματικότητα. Ειναι η καταστροφή σου. Η σιωπή είναι βάλσαμο. Η σιωπή θα σε λυτρώσει. Μακριά. Τρέξε μακριά. Το παρελθόν έστησε χορό γυρω μου. Δε θέλω να δω το μέλλον. Φοβάμαι τη λύτρωση της απάθειας, την αδιαφορία. Και θέλω, παρακαλώ το χρόνο, να περάσει, να τα ισωπεδώσει όλα. Να μου κάνει ένεση αναισθησίας. Να μην πονάω πιά. Να μην αισθάνομαι. Αντιστέκομαι. Αν δε μπορώ να γελάω τουλάχιστον να σπαράζω. Και σπαράζω. Η σιωπή είναι βάλσαμο και βάσανο. Βάσανο.
" Σ' έχω ώρες ώρες, μα το Θεό, τόσο πολύ ανάγκη, που τρέχουν από τα μάτια μου, θάλασσες και πελάγη. Στείλε ένα γράμμα, μιά συλλαβή, αν έχεις το Θεό σου, που κρέμομαι από τα χείλη σου κι είμαι στο έλεος σου. Ανάθεμα σε, δε με λυπάσαι, που καίγομαι και λιώνω, που με έκανες και σε αγαπώ, και τώρα μαραζώνω. Κλειδώθηκαν οι σκέψεις μου, μες του μυαλού τα υπόγεια, αχ πόσα θέλω να σου πω, και δεν υπάρχουν λόγια."
Και κλαίω. Επιτέλους κλαίω. Όπως πρέπει. Όπως σου αρμόζει. Φεύγω τρέχοντας από τη συναυλία. Να φύγω, να χαθώ, να πατήσω τα γκάζια, να τσούξει ο αέρας τα μάτια, να μη ξέρω ποιά δάκρυα είναι δικά σου και ποιά του ανέμου. Κλαίω. Επιτέλους. Πέταξα από πάνω μου το βουβό σπαραγμό.
Θέλω να γράψω, να πετάξω τις σκέψεις μου. Δε με διαβάζεις πιά. Γράφω πιό ελέυθερα. Κατάθεση ψυχής. Ξεπούλημα. Όπως λέει και ο Τάκης, "το εγώ μου γυμνό, ότι πάρεις τρία ευρώ" Ξεγυμνώνομαι, και σου τα χαρίζω όλα. Κράτα τα τρία ευρώ. Όλα δικά σου. Πάρτα. Ξεσκιστα. Πέτα τα.
Ίσως και να το διαβάσεις. Και τότε. Τότε τίποτα. Δεν υπάρχει μέλλον. Κι αυτό θα περάσει. Η φράση σφυροκοπά στο μυαλό. Κι αυτό θα περάσει. Πάμε πάλι. Και αυτό θα περάσει. Και μέχρι τότε τι; Πως;
Πενθώ. Η απουσία σου χρωματίζει τα πάντα. Πενθώ. Αυτό που θα μπορούσε να είναι και δε μπορεί να είναι. Και άλλη σφυριά για το μυαλό. Δε μπορεί να είναι. Δε μπορεί να είναι. Πενθώ. Την αθωότητα μου. Τη χάνω σιγά σιγά. Αντιστέκομαι. Αν σε ξεγράψω πάει η αθωότητα. Αυτή θέλω να κρατήσω. Θέλω να φύγεις αλλιώς. Δε θέλω να σε μισήσω. Σε αγαπώ. Θέλω να σε σκέφτομαι, να σε νοιάζομαι, να έχω μιά γλύκα. Ίσως να έχεις βρει άλλη. Μακάρι. Μακάρι να σε συναντήσω τυχαία με μιά άλλη, να τη κοιτάς όπως κοίταξες εμένα. Να δω αυτά τα σκήπτρα να τα κρατάει άλλη. Έτσι θέλω να φύγεις. Και να αφήσω το πανδαμάτωρ χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Να κρατήσω τη γλύκα. Αντιστέκομαι.
Περνώ έξω από το σπίτι σου πάλι. Τα παντζούρια κλειστά. Βλέπω έφτιαξες το ρολό που έσπασα. Η ψυχή μου είναι ακόμη σπασμένη. Κάθε τόσο πέρνω τις αντιστάσεις μου, τις άγκυρες μου, τις κάνω κόλλα και μονωτική ταινία και τη μοντάρω. Γιά λίγο έχω τη ψευδαίσθηση ότι όλα καλά. Προσποιούμαι πιό εύκολα. Και μετά ξεκολλάνε πάλι τα κομμάτια.
Μουδιασμένη. Υπομένω. Αναμένω. Προσμένω. Εμμένω.
Αν δεν είναι αυτό η αγάπη τότε τι; Όχι, δεν είναι αγάπη αυτό. Τότε τι; Λυπήσου με, μη με αγαπάς, λυπήσου με. Μείνε μακριά, έλα κοντά. Λυπήσου με.

Πάμε πάλι, για Σένα, μόνο για Σένα.

"Σ' έχω ώρες ώρες, μα το Θεό, τόσο πολύ ανάγκη, που τρέχουν από τα μάτια μου, θάλασσες και πελάγη. Στείλε ένα γράμμα, μιά συλλαβή, αν έχεις το Θεό σου, που κρέμομαι από τα χείλη σου κι είμαι στο έλεος σου. Ανάθεμα σε, δε με λυπάσαι, που καίγομαι και λιώνω, που με έκανες και σε αγαπώ, και τώρα μαραζώνω. Κλειδώθηκαν οι σκέψεις μου, μες του μυαλού τα υπόγεια, αχ πόσα θέλω να σου πω, και δεν υπάρχουν λόγια."

Δεν υπάρχουν σχόλια: