Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2006

το χριστουγεννιάτικο δωράκι μου

Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι το μπλογκοχώρι κινείται σε δρόμους παράλληλους.

Το ομορφότερο δώρο των φετινών μου Χριστουγέννων ήταν το Μονόγραμμα του Ελύτη. Σε μορφή χάρτινη, με τη μυρωδιά και την αφή που πρέπει, με τις ενωμένες σελίδες που προσεκτικά πολύ έκοψα με το μαχαίρι.

Και ανακαλύπτω σήμερα το δωράκι της αλκυόνης σε όλους εμάς. Το Μονόγραμμα του Ελύτη. Σε μορφή ονειρική, να το ακούω ξανά και ξανά. Το πήρα και εγώ η άπληστη και το βαλα ξανά. Για να το ακούω, ξανά και ξανά και να το διαβάζω, ξανά και ξανά, μέσα του να χάνομαι.

Θα πενθώ πάντα – μ’ακούς; - για σένα,
μόνος, στο παράδεισο



Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα



Και βρέθηκα να ξεφυλλίζω ότι είχα και δεν είχα από Ελύτη και βρήκα κι αυτό το απόσπασμα από συνέντευξή του

Στη ποίησή μου υπάρχει μια αναζήτηση για τον Παράδεισο. Όταν λέω «παράδεισος», δεν το λέω αποδεχόμενος τη χριστιανική έννοια. Πρόκειται για έναν άλλο κόσμο ενσωματωμένο στον δικό μας, τον οποίο από δικό μας λάθος είμαστε ανίκανοι να αδράξουμε. Κάπου έχω πει ότι υποφέρουμε από έλλειψη ευτυχίας, γιατί από δικό μας λάθος δεν μπορούμε να την καρπωθούμε


κι εσύ που ξέρεις πως είναι ο παράδεισος
πάρε με από το χέρι και οδήγησε με
τα μάτια μου μπορούν να τον αναγνωρίσουν
τα βήματα μου θέλουν εκεί να καταλήξουν
η ψυχή μου, α, η ψυχή μου λαχταρά εκεί να πάει
να κουρνιάσει στο νησί του είναι μου
να σε προσκαλέσει να την επισκεφτείς
να ανοίξω τα χέρια μου και μέσα τους να σε κρατήσω
να σε κυριεύσω και να με κυριεύσεις



Και εγώ που κυνηγώ την αυτάρκεια τόσο καιρό, βρίσκομαι τώρα να κλέβω τα λόγια του Ελύτη

ή κανείς ή και οι δυό μαζί, μ’ακους;


δε το θέλω το αλλιώς,
το μπορώ, το αντέχω, αλλά δεν το θέλω

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2006

έστεισα ψιλή κουβέντα μαζί σου χρόνε

Ξημέρωσε Χριστούγεννα. Σε μια εβδομάδα ο χρόνος θα γυρίσει. Γυρίζω κι εγώ τις πλάτες μου στο χρόνο, στο χρόνο που έφτιαξα κάπως, χωρίς να ξέρω γιατί, χωρίς να μετανοιώνω, αλλά μου φτάνει τόσο. Εκατόν ογδοντα μοίρες θα γυρίσω, θα στρέψω ελαφρά το κεφάλι προς τα πίσω, θα σε κοιτάξω χρόνε κατάματα, με θράσσος, και θα σου χαμογελάσω. Ίσως να σου βγάλω και τη γλώσσα. πρρρρ. γελάω και μελαγχολώ συγχρόνως. Μπορώ; Μπορώ, μπορώ. Ακούω το χρονομάστορα για πολλοστή φορά, απαίτηση του Ιάσωνα. Ο χρόνος είναι αφέντης και πάντα κυβερνά, ο χρόνος πάντα τρέχει, και πίσω δε γυρνά. Και καλά που κάνει. Εγώ θα σου γυρίσω τη πλάτη, αφέντη μου. Η μάλλον όχι. Έλα να σε πάρω από το χέρι, να συζητήσουμε, να κουβεντιάσουμε, να αναπολήσουμε μαζί. Μου έδειξες τη σκοτεινή πλευρά της αλκιμήδης. Την έζησα για τα καλά αυτή τη πλευρά. Την έμαθα, την ένιωσα στο πετσί μου. Τη ζω ακόμη. Δε με τρομάζει πιά. Δε τη φοβάμαι. Θα συμβιώσουμε. Θα της βάλω άσπρο και θα τη γκριζάρω. Κάποια στιγμή. Κάποτε θα γίνει και αυτό. Δε βιάζομαι. Θα βρω μπόλικο άσπρο ξέρεις, κάπου, υπάρχει εκεί έξω, και θα ανοίξω το γκρι τόσο που θα μοιάσει με άσπρο, μια ελαφρά υποψία μαύρου θα μένει για να θυμάμαι, πάντα να θυμάμαι. Γλυκέ μου μου έδειξες κάτι πολύ σημαντικό το ξέρεις; Σχεδόν μου πήρες ότι έχω, σχεδόν. Έφτασα στο παραλίγο, ένιωσα τη γεύση της απώλειας, και φοβήθηκα. Γεύτηκα την αξία τους. Με το ένα χέρι να προσπαθώ να τα πετάξω, με το άλλο να τα κρατήσω. Χα, κέρδισα. Τίποτα δε χάθηκε. Στο παρα τσακ κι όλα μείναν δικά μου. Έλα λοιπόν αφέντη μου, πάρε με από το χέρι, μπορεί εσύ να κυβερνάς αλλά τη τελευταία κουβέντα τη λέω εγώ. Η φωτεινή πλευρά της αλκιμήδης. Με τη μνήμη σου για όσο έχω μυαλό. Να μη ξεχάσω. Τι πήγα να χάσω, πως τα κρέμασα ολα σε μια κλωστή, πως πήρα το ψαλίδι και τελευταία στιγμή έκοψα το δικό σου νήμα χρόνε αφέντη και όχι της δικής μου ύπαρξης, της δικιάς μου ουσίας. Και αν το κρατώ ακόμη το ψαλίδι δε με σκιάζει. Νοιώθω να έρχεται ένα φιλικό χερί, να πιάνει το καρπό μου γερά και με απαλά χέρια να παίρνει το ψαλίδι από τα χέρια. Να το βάλουμε σε ένα συρτάρι, κάθε τόσο να ανοίγω να κοιτάζω να θυμάμαι. Κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Τώρα σε παίρνω από το χέρι και γλυκοκουβεντιάζω μαζί σου. Σε μια βδομάδα θα αποχαιρετηθούμε. Άμε στο καλό και για τους δυό μας. Σε γλυκοφιλώ, για ότι με έμαθες, όσα μου έδειξες, τα μονοπάτια που άνοιξες και μένουν ανοιχτά, διαδρομές να περπατήσω, για το πόνο που ένιωσα, τις γροθιές στο στομάχι, τις ελπίδες, τη χαρά, τις νέες προσδωκίες, δωράκια μικρά και μεγάλα. Ματς μουτς στα μαγουλάκια σου χρόνε αφέντη. Κάνε με μια αγκαλίτσα τώρα, να ναι οι τελευταίες μας μέρες μαζί καλές. Μη χωρίσουμε μαλωμένοι. Δε λέει.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Παρένθεση στη σιωπή

Είδα προχθές μια ταινία, Holidays, η οποία εκτός του ότι είναι μια γλυκύτατη και πολύ πολύ τρυφερή κλασσική χολιγγουντιανιά (ναι, ναι happy endings and all) είναι και μια τρομαχτά ακριβής απεικόνιση των εμποδίων που βάζουμε σήμερα στις σχέσεις.
Έβλεπα την Cameron Diaz και έβλεπα τον εαυτό μου.
Λόγια άστοχα, πράξεις άστοχες, μη τυχόν και δείξω ότι θέλω, μη τυχόν και πιστέψω ότι θέλεις, βιαστικά συμπεράσματα, φόβος, μη γίνω βάρος, φυγή, πανικόβλητες αντιδράσεις. Πόσο δύσκολο είναι να ξεκινήσει μια σχέση, να αποφασίσουν δύο ανθρωποι να κάνουν τη προσπάθεια, και ότι γίνει. Πόσα εμπόδια και τρικλοποδιές βάζουμε στους εαυτούς μας και σκοτώνουμε κάτι πριν καλά καλά δούμε αν είχε δυνατότητα ύπαρξης. Πόση σκληρή δουλειά απαιτείται στην αρχή (άραγε μετά θα γίνουν πιο εύκολα τα πράγματα;). Πόσα πολλά μπαγκάζια και κούραση κουβαλάμε όλοι μας. Ταιριάζει και με το κλίμα των ημερών για μένα. Ευτυχώς, στη ταινία και γιατί όχι και στη πραγματική ζωή, η αγάπη νικά. Ναι, γιατί όχι, όταν τα αισθήματα είναι εκεί, και πηγάζουν από το μέσα μας ίσως και να μπορούν.

Και με αυτή την αισιόδοξη νότα θα σας ευχηθώ

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!



(Υποτίθεται ότι θα σιωπήσω ξανά, αλλά κάτι μου λέει, κάτι μου λέει, ότι πάλι εδώ θα με βρείτε!)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

να αντισταθώ στην παράνοια

Έρχεται κάποιος και μου λέει ότι με αγαπάει...

Υπέροχα, θέλω να το πιστέψω αλλά κοίτα τώρα πως νιώθω...

Όταν μου φωνάζεις, δε με αγαπάς
Όταν διαφωνούμε, δε με αγαπάς
Όταν κάνω κάτι που δεν εγκρίνεις, δε με αγαπάς.
Όταν δε κάνω κάτι που θα ήθελες, δε με αγαπάς

Η αγάπη σου κρεμιέται από μια κλωστή. Το παραμικρό μπορεί να σπάσει αυτή τη κλωστή.
Δε μπορείς να με αγαπάς γιατί δε με ξέρεις, κανείς δε με ξέρει, ούτε εγώ τον εαυτό μου.
Αγαπάς αυτό που νομίζεις ότι είμαι.
Μόλις ανακαλύψεις ποιά είμαι δε θα με αγαπάς.


Όλα αυτά τα νιώθω
Δεν ισχύουν
Είναι ηλίθιο που τα νιώθω
Ξέρω πως δεν ισχύουν

Πάντα έτσι ένιωθα όμως

Στο παρελθόν...
θα προσπαθούσα να καταλάβω ποια η εικόνα που αγαπάς και αυτή να γίνω
να μορφωθώ έτσι, να ταιριάξω
Έτσι έμαθα να κάνω από μικρό παιδί
στην αρχή κούμπωσα σε αυτά που νόμιζα ότι ήθελαν οι γονείς
μετά οι φίλοι
μετά ο έρωτας
(η ειρωνία; πολλές φορές παρανοούσα, και να μαι, μια κάποια που δε χωράει γιατί δεν κατάλαβε τι σχήμα έπρεπε να πάρει)
Τόσο πολύ μεταμορφώθηκα για να χωράω που δεν έμαθα ποτέ ποιά είμαι
κι αν με αγάπησαν δεν αγάπησαν εμένα
εγώ ποτέ δεν υπήρξα


Τώρα
αντιστέκομαι
μαθαίνω ποιά είμαι
προσπαθώ να το υποστηρίξω
και κάθε που διαφωνούμε, φωνάζουμε, διαφέρουμε
είμαι σίγουρη πως δε με αγαπάς
(όχι εσύ συγκεκριμένα, όλοι)
και φεύγω βιαστικά,
μη τυχόν και πέσω στο πειρασμό να προσπαθήσω για άλλη μια φορά να κουμπώσω
άτακτη φυγή, ή ακόμη καλύτερα,
σε προκαλώ και με διώχνεις
χα, να μην υπάρχει δρόμος επιστροφής


αφού θα τελειώσει, ας τελειώσει τώρα
το αποκάλεσα αυτοπροστασία, με έπεισα πως έτσι είναι
αλλά είναι μόνο παράνοια,
αποφεύγω να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου


Σύνελθε αλκιμήδη
όταν φωνάζεις στον Ιάσωνα, συνεχίζεις να τον αγαπάς, το ξέρεις αυτό
όταν κάνει κάτι που δεν εγκρίνεις; τον αγαπάς!
όταν δε κάνει αυτό που θα ήθελες; ναι, ναι, τον αγαπάς


δε μπορεί η αγάπη να κρέμεται από μια κλωστή, μπορεί;
δεν είναι αγάπη τότε, δεν είναι αγάπη
και δε πειράζει να χάσεις κάτι που δεν υπήρξε, πειράζει;
όχι


Κι έρχεται κάποιος και μου λέει πως με αγαπά
ή πως θα ήθελε να με αγαπήσει
τι σημασία έχει


Και το κάνω ξανά
φοβάμαι μη σπάσει η κλωστή
και θέλω να φύγω, να φύγω, να φύγω


Τώρα το βλέπω καθαρά
παράνοια, φόβος, φυγή
άλλο ένα κομμάτι της αυτοκαταστροφής μου;

Μπορώ να αντισταθώ και εδώ να μείνω;
να ξορκίσω το φόβο;
μέχρι να διαγράψω τη κλωστή να αντέξω το φόβο;

Θέε μου βοήθα με
που θα βρω τη δύναμη, που;

εσύ που λες πως με αγαπάς
(που θέλεις να με αγαπήσεις
που θα μπορούσες να με αγαπήσεις
αλήθεια, θα μπορούσες;
μη μου λες ότι με αγαπάς, πες μου μόνο ότι θα μπορούσες,

τόσο μόνο αντέχω)
μη μου επιτρέψεις να αυτοκαταστραφώ άλλο
μη με αφήσεις να φύγω
μη με αφήσεις να σε διώξω
δείξε μου ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος


μόνο να μείνω αληθινή, αυτό μπορώ;
Προσπαθώ
Νιώθω να λυγάω, αλλά αντιστέκομαι
Θα με βοηθήσεις; θα απαιτήσεις να μείνω αληθινή, σε παρακαλώ;

θα τα καταφέρω;
εγώ θα υπάρξω;




Ξέρεις τις τελευταίες τέσσερις μέρες έκανα μεγάλα βήματα...
Τρεις φορές μαλώσαμε (μαλώσαμε άραγε; κάθε διαφωνία για μένα είναι καυγάς ξέρεις)
Τρεις φορές μούδιασα
Φοβήθηκα οτι η κλωστή έσπασε
Δεν άντεχα την αγωνία να περιμένω να δω αν η κλωστή κρατάει ακόμη
ήθελα να φύγω, να φύγω, να φύγω
αφού θα τελειώσει κάποια στιγμή, ε, ας τελειώσει τώρα
Κι όμως έμεινα
(άραγε με κράτησες και δε το πήρα χαμπάρι ή βρήκα μόνη μου τη δύναμη; το κίνητρο ίσως;)
και το μεγαλύτερο βήμα;
συνέχισα να διαφωνώ
δε φαντάζεσαι τι βήμα είναι αυτό, δε φαντάζεσαι...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Εδώ είμαι

Ειμαι εδώ και είμαι καλά.
Για λίγο μόνο θα σιωπήσω.
Θέλω αλλού να μοιραστώ αυτή τη στιγμή

Καλή εβδομάδα!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

No more nice girl 2

Παρεξηγήθηκα με το προηγούμενο ποστ γιατί δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο μαλάκας μπορεί να είναι κάποιος (στη προκειμένη περίπτωση η Αλκιμήδη). Μερικά μικρά παραδείγματα της καθημερινότητας μου που δείχνουν και την ηλιθιότητα μου.

Τα πρωινά πηγαίνουμε εναλλάξ με τη ξαδέρφη μου τα παιδιά σχολείο. Είναι μισή ώρα δρόμος σε αντίθετη κατεύθυνση από τη δουλειά μου. Τις ημέρες που δουλεύω τα πάει η ξαδέρφη, τις υπόλοιπες εγώ. Υποτίθεται ότι φεύγουμε στις οκτώ. Εγώ και ο Ιάσωνας είμαστε πάντα έτοιμοι στις οκτώ. Οι άλλοι όχι. Μου έχει τύχει να περιμένουμε και μία ώρα. Λέω δε πειράζει, δεν έγινε και τίποτα. Κανονικά θα έπρεπε να έβαζα το παιδί μου στο αυτοκίνητο και να έφευγα, αλλά σκέφτομαι γιατί να τη πιέσω την άλλη; υποχωρώ. Μία φορά έτυχε και αυτοί ήτανε έτοιμοι, εμείς όχι. Έφυγε γιατί έχει πολλές δουλειές και τρέχει. Έστειλα το παιδί σχολείο με τη γιαγιά και ταξί. Τις μέρες που ακολουθούν εγώ συνεχίζω να τους περιμένω. Υπεράνω.

Κανονίζουμε με φίλους και παρέες εξόδους. Πάντα εκεί που βολεύει τους άλλους. Πάντα στις ώρες που τους βολεύει. Σκέφτομαι και τι έγινε; θα χάσω μισή ωρίτσα ή θα ζοριστώ λίγο για να καταφέρω να συμπιέσω τα υπόλοιπα. Σιγά τα ωά.
Ή για το που θα πάμε. Whatever λέω, μπορεί εγώ να προτιμούσα κάτι άλλο, αλλά και η δικιά σου επιλογή δε με χαλάει, ότι θες.

Ζητώ από επαγγελματία να κάνει μια δουλειά. Όποτε ευκαιρήσετε λέω, δε πιέζω, περιμένω.

Χρειάζεται μια θεία να πάει σουπερμάρκετ. Θα πήγαινα κι εγώ εξάλλου, προσφέρομαι να τη πάρω μαζί. Α, η ώρα που θα πας είναι πολύ νωρίς. Α, καλά σκέφτομαι, αναπροσαρμόζω το πρόγραμμα για να εξυπερετήσω. Πάμε, τα ζώα μου αργά εκείνη, εντάξει μωρέ δεν είναι και κάθε μέρα, υπομονή.

Χρόνια πήγαινα τους πάντες στο αεροδρόμιο όταν είχαν να ταξιδέψουν. Ποτέ κανείς δε προσφέρθηκε να με πάει ή να έρθει να με πάρει όταν πηγαινοερχόμουν αγγλία. Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα εξακολουθώ να τους πηγαινοφέρνω. Γενικά κάνω το ταξιτζή και εξυπερετώ. Είπαμε υπεράνω.

Θα μπορούσα να συνεχίσω επ άπειρον αλλά νομίζω μπαίνετε στο νόημα. Το παιδί για τα θελήματα η αλκιμήδη. Η αγκαλιά για συμπαράσταση η αλκιμήδη. Όπου μπορώ να βοηθήσω, να συντρέξω, να διευκολύνω, το κάνω ανεξάρτητα αν αυτό εμένα με ζορίσει ή με βγάλει από τη βολή μου.

Γενικά είμαι της άποψης ότι δεν αξίζει να χαλιέσαι για τέτοιες μικρές υποχωρήσεις και εκδουλεύσεις και ότι είναι όμορφο να κάνεις κάτι, έστω τόσο μικρό, για τους άλλους. Φωτίζουν τη ζωή μας τέτοιες κινήσεις, νοιώθω.


Παρασκευή πρωί, πηγαίνοντας τα παιδιά σχολείο, για να μη γκρινιάζει η ξαδέρφη που έχουμε αργήσει (ναι το δικό της παιδί είχε καθυστερήσει αλλά ας μη το κάνουμε θέμα) δε πάω Κηφισσίας όπως συνηθίζω αλλά από μέσα, να κόψω δρόμο, λες και κάτι έγινε για τα δέκα λεπτά που θα έκανα παραπάνω. (υποχώρηση πρώτη)
Γίνεται το τρακάρισμα κτλ κτλ αφήνω όλους τους άλλους εμπλεκόμενους να κάνουν πρώτα δηλώσεις μένω τελευταία εγώ (υποχώρηση δεύτερη). Τέσσερις ώρες ήμουνα εκεί.
Έχω τη ψευδαίσθηση ότι ο ασφαλιστής/ξάδερφος θα μου πει τι πρέπει να κάνω και θα με καθοδηγήσει (το γεγονός ότι έχω ασφάλεια μαζί του κι όχι με κάποιον επαγγελματία που να αξίζει τη προμήθεια; υποχώρηση τρίτη). Φυσικά απατάμαι οικτρά και μου βγαίνει η πίστη μέχρι να καταλάβω τι γίνεται.
Και αρχίζουν τα παρατράγουδα με τις ασφαλιστικές (που τους πληρώνουμε) και οι προσπάθειες τους να σε ρίξουν, να σε κλέψουν. Συνομιλίες με συνεργεία, πραγματογνώμονες, διακανονιστές, άλλο να σας τα λέω άλλο να τα ζείτε, πως το μόνο που τους νοιάζει είναι να βγάλουν την ουρά τους απέξω και να μην κάνουν τη δουλειά τους. Τα οποία συνεχίζονται και με φθείρουν. Και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλησε το ποτήρι.

Και λέω γιατί να είμαι εγώ πάντα η καλή, αυτή που υποχωρεί και κάνει τη ζωή των άλλων πιο εύκολη; Ίσως για αλλαγή, να πατήσω πόδι, να θέσω όρια, και να πω "ξες κάτι; εμένα αυτό δε με βολεύει, θες έτσι; έχει καλώς. Δε θες; δε πειράζει. Ξεβολέψου και εσύ λιγάκι"


Γιατί σε κόσμο αγγελικά πλασμένο, οι άνθρωποι γενικώς προσπαθούν να βοηθούν, υποχωρούν, προσφέρουν. Ε, ας το κρατήσω αυτό για τους λίγους που μπορούν ίσως κάποια στιγμή να το ανταποδώσουν, αν όχι σε μένα τουλάχιστον σε κάποιον άλλον. Αλλά συνολικά στη ζωή ίσως πρέπει να διεκδικώ περισσότερο το χώρο μου, το χρόνο μου, τα δικά μου γενικότερα. Και για μένα αυτό σημαίνει "no more nice girl"

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

No more nice girl

Θυμός
Αγνός καθάριος θυμός

λόγω τρακαρίσματος και της μαλακίας που έπεται
η τελευταία σταγόνα που ξεχείλησε το ποτήρι της αλκιμήδης

όχι, ο κόσμος δεν είναι, δε πρόκειται να είναι ποτέ αγγελικά πλασμένος
απέχει πολύ απο αυτό
όχι, η εντροπία που δημιουργώ δε προσφέρει τίποτα

δεν έχω ξανανιώσει τόσο θυμωμένη

ίσως πρέπει να δοκιμάσω και λίγο εγωισμό, κακία και συμφεροντολογία για αλλαγή

επανάληψη

Τη κυριακή το βράδυ πήγα που αλλού; θεάτρο
Κακή επιλογή έργου, δεδομένης της προιστορίας μου, ζορίστηκα αρκετά, έκλαψα πολύ, ένοιωθα κάθε λέξη να με γροθοκοπά. Φυσικά το δράμα που περιγράφεται απέχει πολύ απο τα δικά μου βιώματα, αλλά η ουσία του είναι πολύ κοντά.

Η μία από τις πρωταγωνίστριες λέει το εξής φοβερό:

"Νομίζετε ότι καταλαβαίνετε. Αν σας υποχρέωναν να ζήσετε στο κεφάλι μας για πέντε λεπτά, θα τρελαινόσασταν, θα πεθαίνατε"

Στη προκειμένη περίπτωση είναι προφανές. Και στη δική μου περίπτωση νομίζω ότι πιάνει κέντρο. Αλλά ισχύει γενικότερα. Ο καθένας τραβάει τα ζόρια του. Κανείς δε μπορεί να καταλάβει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι εκεί.

Και μια ιστορία από Μπουσκάλια

Author and lecturer Leo Buscaglia once talked about a contest he was asked to judge. The purpose of the contest was to find the most caring child. The winner was a four year old child whose next door neighbor was an elderly gentleman who had recently lost his wife. Upon seeing the man cry, the little boy went into the old gentleman's yard, climbed onto his lap, and just sat there. When his Mother asked what he had said to the neighbor, the little boy said, "Nothing, I just helped him cry"

μπορείς να είσαι εκεί, ε; ε; μπορείς;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

κυριακάτικος απογευματινός ύπνος

Γλυκιά απογευματινή κούραση. Κεφάλι και σώμα γεμάτα από ήλιο, μάτια χορτασμένα θάλασσα και βλέμμα, στόμα κουρασμένο από το χαμόγελο. Νοιώθω ρυτίδες χαράς να σχηματίστηκαν σήμερα, συντροφιά στα μάτια μου, η μνήμη που κουβαλούν αφορμή για να κοιταχτώ στο καθρέπτη χωρίς φόβο. Εξουθενωμένη από τις τόσες στιγμές που μάζεψα, ξαπλώνω, να κλείσω μάτια, να βρω το κενό. Το μυαλό αδειάζει, το σκοτάδι με παίρνει, βρίσκομαι στο ανάμεσα, συνειδητό μπερδεμένο με όνειρο. Έρχεσαι, με αγγίζεις, δάχτυλα στείνουν χορό πάνω στο δέρμα μου. Νοιώθω την επιθυμία σου ηλεκτρικό ρεύμα να τα διαπερνάει, να τα οδηγεί. Μου δίνουν ακριβώς αυτό που έχω ανάγκη. Αφήνομαι. Ανατριχιάζω. Φιλί ανάκατο με ανάσα και ψιθύρους με χαιδεύει. Τόξο το σώμα μου. Τα χέρια σου διαγράφουν το κορμί μου, βάζουν τα κύτταρα μου στη θέση τους. Χαραλώνω. Απολαμβάνω. Αν ήσουν εδώ θα μπορούσες τώρα να μπεις μέσα μου. Διαισθάνομαι πως θα ήταν. Έχω γευτεί όσο από εσένα χρειάζεται για να ξέρω πως θα ήτανε. Νοιώθω την ένωση μας και την ανάσα μου να κόβεται. Δε βγάζω ήχο. Κρατώ τα μάτια κλειστά. Δε φέρνω το κεφάλι μου στον ώμο σου. Δε σε αγκαλιάζω. Να μη προσθέσω άλλη αίσθηση. Μόνο την αφή σου να νοιώθω, τους ψιθύρους σου να ακούω, την ανάσα σου να αναπνέω. Με φροντίζεις. Έχω ανάγκη να με φροντίζεις. Παραδίδομαι. Το σκοτάδι των ματιών μου κοκκινίζει, φωτίζει. Ξυπνάω κι έχω το άγγιγμα σου πάνω μου. Ντύνομαι και το φυλακίζω εκεί, στο ανάμεσα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

Σαββοπουλιανή ιστορία

Χθες στο Σαββόπουλο, καταπληκτικός όπως πάντα, είναι από τις μεγάλες μου αγάπες.
Όσοι τον έχετε δει ξέρετε ότι εκτός των άλλων, του αρέσει να λέει και ιστορίες.
Και έχει ένα τρόπο...

Είναι λοιπόν ένας γεράκος, μίζερος, κακομοίρης, στερήθηκε τα πάντα στη ζωή του για να πάει στο παράδεισο. Όταν πεθαίνει, παρουσιάζεται στον Αγιο Πέτρο, εγώ του λέει, όλα τα στερήθηκα, για να πάω στο παράδεισο. Κάτσε, περίμενε του λέει, να δω τα κιτάπια μου. Ανοίγει το μεγάλο κατάστιχο, κοιτάζει, ναι, ναι, του λέει, δίκιο έχεις, στο παράδεισο εσύ, στο βάθος η πόρτα αριστερά. Καταχαρούμενος ο κυριούλης, ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, είδες κάτι ήξερα που στερήθηκα τα πάντα, πέρνει τη βαλιτζούλα του, καρό, δεμένη με ένα σχοινί γιατί δε κλείνει, και προχωρά προς τα εκεί που του έδειξε ο άγιος Πέτρος. Έτσι όπως πάει σέρνοντας τη βαλιτσούλα του, περνάει μια πόρτα, "κόλαση" γράφει. Μισάνοιχτη η πόρτα, δε κρατιέται, ρίχνει μια ματιά κλεφτή. Βλέπει μια τεράστια αίθουσα, πολυέλαιοι, πολλοί άνθρωποι, οι γυναίκες με τουαλέτες και φρου φρου, οι άντρες με σμόκιν, να χορεύουν, να πίνουν σαμπάνια, μπουφέδες, και στο βάθος μια ορχήστρα να παίζει το mamy blue. Πω πω σκέφτεται ο κυριουλης, αν η κολαση είναι έτσι, φαντάσου ο παράδεισος, και τρίβει τα χέρια από χαρά. Πάει λοιπόν, με το βήμα πιο ταχυ και χαρωπό, στη πόρτα που γράφει "παράδεισος". Ανοίγει και τι να δει; Μια αίθουσα, κρύα, με ένα γλόμπο γυμνό, και μέσα, τέσσερα πέντε γερόντια να τουρτουρίζουν και να βαριούνται. Φωνάζει τον άγιο Πέτρο, τι έγινε εδώ, η κόλαση έτσι, ο παράδεισος έτσι, εγώ στερήθηκα τα πάντα για να κατακτήσω τον παράδεισο. Και άγιος Πέτρος, "Το ξέρω, τι να πω, αλλά να παίρναμε ορχήστρα για πέντε άτομα μόνο, δε λέει!"


Κάτι λέγαμε για ψευδαισθήσεις, επιλογές βασισμένες σε ψευδαισθήσεις, και τις συνέπειες αυτών; Αφου δε ξέρουμε, γιατί πράττουμε σα να ξέραμε;
Άσε τη ροή να σε πάει, ξέρει καλύτερα!



Όσο για την αλκιμήδη σας
λόγω ελείψεως αυτοκινήτου, μέσα, χαλαρά
ξεκούραση, ηρεμία, στάση
όμορφα είναι

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

επιλογές ψευδαισθήσεων

Πρόσφατα ξεκίνησα να παρακολουθώ κάτι σεμινάρια, λακανικής κλινικής ψυχολογίας, που παραδίδει η ψυχαναλύτρια μου, απευθύνονται σε ψυχολόγους και στα οποία μου έκανε τη τιμή να με προσκαλέσει να παρακολουθήσω. Φυσικά καταλαβαίνω πολύ λίγα από αυτά που λέγονται (πολύ βαριά η επιστήμη της ψυχαναλυσης) αλλά είναι μια πρόκληση, με ωθεί να επικεντρώσω το διάβασμα μου σε βασικές έννοιες κτλ κτλ

Σήμερα, αναφέρθηκε στην υστερία κατά Φρόιντ και πως ο Λακάν την επαναπροσδιόρισε. Το θεμελιακό ερώτημα της γυναικείας (ως γυναίκα, ας σταθώ εκεί) υστερίας είναι "τι είναι γυναίκα;" με φυσική συνέπεια το "είμαι γυναικα;" Ας θεωρήσουμε ότι ο Λακάν έχει δίκιο (ποιά είμαι εγώ να τον αμφισβητήσω, ε;) και όντως αυτή είναι η βάση της γυναικείας υστερίας. Ότι δε μπορεί δηλαδή να ορίσει το φύλο της. Και η αυθόρμητη σκέψη μου, αν έτσι είναι, τότε είναι καταδικασμένη να παραμείνει υστερική, αφού αυτό είναι ένα έρωτημα που δε δύναται να απαντηθεί. Γιατί ποιός προσδιορίζει τι είναι γυναίκα, ποιά τα αντρικά στοιχεία και ποιά τα γυναικεία, και αν αυτά ήταν δυνατόν να καθοριστούν, τότε δε θα μεταλλάσονταν, με τη πάροδο του χρόνου ή σε κοινωνίες σε διαφορετικούς τόπους. Και θεωρητικά, αυτές που δεν είναι υστερικές, είναι επειδή δεν έχουν θέσει το ερώτημα. Γιατί άπαξ και το θέσεις, κάηκες, δε μπορείς και να απαντήσεις.
Οπότε πως μπορεί να λυθεί αυτό το έρωτημα; Η να το επαναπροσδιορίσεις στο τι είναι άνθρωπος (και σιγά μη βρείς απάντηση σε ΑΥΤΟ το ερώτημα) ή να αποφασίσεις και να καταλήξεις σε ένα ορισμό του φύλλου, μια ψευδαίσθηση δηλαδή, και πάνω σε αυτή να απαντήσεις το επόμενο ερώτημα. (Υποθέτω οι μη υστερικές, έχουν ήδη κτισμένη αυτή τη ψευδαίσθηση για αυτό και δε θέτουν τέτοια επικύνδινα ερωτήματα)
Όλα αυτά κατά Λακάν βέβαια, δεν είμαστε και υποχρεωμένοι να τα πιστέψουμε, ούτε φυσικά τα δικά μου συμπεράσματα που βγαίνουν διαισθητικά επειδή η ασχετοσύνη μου μου το επιτρέπει. Κρατάω όμως, την "απόφαση να δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση"

Και συνεχίζεται η κουβέντα σε άλλα μονοπάτια και αναφέρεται πολύ στον Τζόυς, και πως ο Τζόυς, όντας ψυχωτικός, με βάση της ψύχωσης του την ασυνδετότητα του σωματικού με το φαντασιακό (χα, πετάμε ορολογία, αλλά είναι άνευ σημασίας, το ζουμί έρχεται) χρησιμοποιεί τη γραφή για να ισορροπήσει. (εκεί μου φάνηκε, ή η ψυχολόγα μου με κοίταξε με νόημα;)Ευτυχώς που έχει τη γραφή λέει ο Λακάν γιατί με αυτή επιτυχαίνει αυτό που ελπίζει να πετύχει ο ψυχαναλυτής.
Αυθόρμητα ρωτάω, δηλαδή λέτε, ότι η ψύχωση και η νεύρωση δεν θεραπεύονται, και ότι το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι στη διαχείρηση τους;
Φυσικά, έρχεται η απάντηση, και έμεινα κάγκελο.
Οπότε τελικά (κατά Λακάν πάντα) δε μπορούμε να ελπίζουμε ότι άπαξ και έχει δομηθεί η όποια ψύχωση/νεύρωση μπορούμε να επιστρέψουμε και να την αναδομήσουμε. Ίσως να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη δομή της, το πως θεμελιώθηκε. Και αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να κατασκευάσουμε ένα σύστημα, να πιστέψουμε σε ένα σύστημα, που θα μας επιτρέψει να τη διαχειριστούμε ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις τους. Μια ψευδαίσθηση δηλαδή; Διαισθητικά εκεί πάω. Και αυτό κάπως με ηρεμεί, ίσως όχι, γιατί δε ξέρω αν θέλω να το δεχτώ.
Σκέφτομαι όμως, πως τους τελευταίους τέσσερις μήνες, χτυπώ πάνω, ξανά και ξανά σε αυτό που νομίζω ότι είναι η βάση της δικιάς μου ψυχασθένειας, τη χαμηλή αίσθηση αυτοαξίας (αυτοαξία όχι αυτοεκτίμηση), και παρόλη τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, και του πως δημιουργήθηκε, εμμένω εκεί, και δε μπορώ να το λύσω. Και αυτό με έχει εξουθενώσει. Ειδικά το πιο τελευταίο καιρό, που παρατηρώ τις σκέψεις και τις πράξεις μου και βλέπω πως εκδηλώνεται συνέχεια και εγώ δε μπορώ να το σταματήσω. Αν έχει δίκιο ο messieur Lakan και το συγκεκριμένο να μη λύνεται και το μόνο που έχω να κάνω είναι να αναπτύξω τρόπους να το διαχειρίζομαι, να φτιάξω μια ψευδαίσθηση και να κτίσω εκεί, τότε η δουλειά που έχω να κάνω μειώνεται δραματικά. Και οι ψυχικές τις επιπτώσεις. Μόνο να, που δεν είμαι έτοιμη να το αποδεχτώ αυτό. Ελπίζω ακόμη σε λύτρωση, σε καθάρισμα, σε γαλήνη. Δε θέλω ψευδαισθήσεις. Αλλά και μόνο η υποψία ότι ίσως έτσι να είναι, μου αφαιρεί λίγο από το βάρος των ενοχών. Κατι είναι κι αυτό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

Όποιος γενναίος, ευπρόσδεκτος!

Λοιπόν!

Εγώ και η Renata λέμε το επόμενο Σάββατο (στις 16 Δεκεμβρίου ντε) να πάμε να ακούσουμε Παντελή Θαλασσινό

Μη ντρέπεστε, στα προφίλ μας γρήγορα και στείλτε μας μαιλ.



*Κι αν μια ψυχή που θέλουμε πολύ να γνωρίσουμε δε τα καταφέρει τελικά εκείνη την ημέρα, θα κανονίσουμε κάτι άλλο, ΟΚ?

παραλληρημα ξανά

Και δε θα καταστρέφω πια τον εαυτό μου. Δήλωση. Υπόσχεση. Ευσεβής πόθος. Το επαναλαμβάνω πολλάκις μέσα στη μέρα ξέρεις, και μετά καπάκι, ανάβω τσιγάρο. Χμ, το κοιτάω, το τσιγάρο εννοώ, χαμογελώ στον εαυτό μου, και τραβάω ρουφηξιά. Ίσως σε λίγο να είμαι πιο αποφασισμένη. Να αρχίσω να τηρώ την υπόσχεση στον εαυτό μου. Πλάκα έχει, ο λόγος μου είναι συμβόλαιο. Πάντα. Δεν αθετώ υποσχέσεις. Ποτέ. Κι όμως ετούτη εδώ τη καταπατώ κάθε στιγμή. Ακόμη και τώρα. Αυτή τη στιγμή. Θα έπρεπε να δουλεύω, όχι να ποστάρω. Αδυνατώ. Συγκέντρωση μηδέν. Ας πετάξω μερικές σκέψεις ξανά, μπας και καθαρίσω λίγο το γλυκό μου μυαλουδάκι. Ίσως και να μη θέλω, προφανώς δε θέλω, ούτε να καθαρίσω, ούτε να πάψω να καταστρέφω. Διαφορετικά θα σταματούσα. Θα έπαιρνα μπρος. Θα ξανάρχιζα. Ίσως και να είναι απλά το ότι δε με σέβομαι. Σιγά μη τηρήσω υπόσχεση σε κάποιον που απεχθάνομαι. Νοιώθω δέκα είκοσι φορές τη μέρα, να πεισμώνω, και να λέω ξεκόλλα, προχώρα, τώρα, αυτή τη στιγμή, Στιγμιαία εύθραυστη αισιοδοξία. Και μετά το πείσμα εγκαταλείπει. Πάμε πάλι. Παραπαίω, μεταξύ της ανάγκης μου να καταρρεύσω και της ανάγκης (που μου επιβάλει η ζωή) να παραμείνω δυνατή. Να γίνω γονιός του εαυτού μου. Αυτό είναι ένα παιδί ανεπιθύμητο. Δεν το θέλω. Δεν το θέλω σου λέω. Ας το φροντίσει άλλος. Δεν υπάρχει; Δε με νοιάζει. Τώρα δε μπορώ. Ίσως σε λίγο. Τώρα είμαι απασχολημένη να καταστρέφω τον εαυτό μου. Γιατί; Μα δε τα παμε. Χαμηλή αίσθηση , όχι γράψε λάθος, μηδενική αίσθηση αυτοαξίας. Τιμωρήστε το, το άχρηστο. Και δεν είναι για γέλια. Γελοίο ναι μεν, αλλά σε παρακαλώ, μη γελάς με τη ζωή μου δε. Και δεν είμαι μόνο εγώ, να το ξέρεις. Το βλέπω και σε άλλους ανθρώπους. Είναι πολύ περισσότεροι από ότι νομίζεις. Αν ήσουν λίγο περισσότερο υποψιασμένος, θα το βλεπες και εσύ. Ίσως να το βλεπες και στον εαυτό σου. Εγώ το είδα πάντως. Κι ας λες ότι τώρα φροντίζεις τον εαυτό σου. Ευσεβής πόθος κι αυτός. Στη «συνάντηση» μας το ένιωσα πολύ έντονα αυτό. Μανία καταστροφής duplex. Και εγώ και εσύ. Έλεγες και έκανες κάτι πράγματα, και σκεφτόμουν, μα τι κάνει; Τι κάνει; Προσπαθεί να με διώξει; Γιατί; Αφού τον βλέπω ότι θέλει, γιατί η κάθε του κίνηση να είναι να με διώξει; Χμ, και εγώ, έλεγα και έκανα κάτι πράγματα. Και σκεφτόμουν, μα τι κάνω, τι κάνω; Προσπαθώ να σε διώξω; Αφού θέλω, γιατί η κάθε κίνηση μου είναι για να σε διώξω; Εμ, άμα μέσα σου έχεις αποφασίσει γλυκειά μου ότι δεν αντέχεις την ευτυχία, ότι δεν την αξίζεις, άμα δεν πιστεύεις ότι ακόμη έχεις αρκετά τιμωρήσει τον εαυτό σου, δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσεις και να αρχίσεις να τηρείς την υπόσχεση σου.
Ας ανάψω άλλο ένα τσιγαράκι. Ανοίγω τη φωτογραφία που μου έστειλες. Θα μπορούσα να σε είχα ερωτευτεί. Ναι, αλήθεια λέω. Και εσύ εμένα. Δε θα το αντέχαμε όμως, με τίποτα, όχι τώρα. Πότε; Δε ξέρω. Προχωρώ πάντως. Το βλέπεις; Βελτιωνομαι. Σιγά σιγά. Βιάζομαι, αλλά δε μπορώ πιο γρήγορα να περπατήσω. Αναρωτιέμαι όταν φτάσω, τι θα συναντήσω. Ώπα, κρίση αισιοδοξίας μου έρχεται, ίσως και να δουλέψω λίγο. Πάω.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

We make plans, God laughs

Αφορμή πρόσφατο ποστίδιο της Μαύρης Ντάλιας και (ως συνήθως) η αυθόρμητη μου αντίδραση σε αυτό.

Όταν σκέφτομαι τη ζωή μου σε πενταετίες, και πόσα πολλά συνέβησαν ανα πενταετία, και πόσες ανατροπές, και πόσα πολλά έκανα και έμαθα, νιώθω το δρόμο μπροστά μου όχι κοντό, μακρύ, πολύ μακρύ.

Στα 15, μελετούσα για να δώσω εξετάσεις τρίτης μέσης στη κιθάρα, και πίστευα ότι θα γίνω κιθαρίστρια. Θα πήγαινα και πανεπιστήμιο, μαθηματικός, για να μη μου τη σπάνε οι γονείς, αλλά εγώ ήμουνα φτιαγμένη για κιθαρίστρια...

Στα 20, στο Πολυτεχνείο πιά, η κιθάρα μακρινή ανάμνηση, με πρόσφατες τις επιρροές από το τροχαίο που παραλίγο να με αφήσει παράλυτη, συμφιλιωμένη με τη ζωή και μέσα στη θετικότητα, ζούσα ξέφρενα, και πίστευα ότι η ζωή είναι ένα μεγάλο πάρτυ για να το χαίρομαι. Πίστευα ότι θα έκανα μεγάλη και τρανή καριέρα στη βιομηχανία, οικογένεια φυσικά κάποια στιγμή, και θα διασκέδαζα μέχρι τελικής πτώσεως.

Στα 25, έχωντας ήδη διαλύσει τον πρώτο μου αραβώνα, στην αγγλία πιά, είχα αποφασίσει ότι η ζωή μου ήτανε εκεί, και δούλευα σε τράπεζα ως φοροτεχνικός. Στα ξεκινήματα μεγάλου έρωτα, κτίζαμε τη ζωή μαζί.

Στα 30, εν μέσω διάλυσης του δεύτερου αραβώνα, μιας πενταετούς σχέσης και συγκατοίκησης, είχα πάρει απόφαση ότι δε θα κάνω παιδιά, άντε να γνωρίσεις άντρα και να σου κάνει και να προλάβεις να αρχίσεις να γενοβολάς, πίστευα ότι η ζωή μου θα ήτανε στην αγγλία, μόνη, η καριέρα μου στη τράπεζα. Ήμουνα βαριά καταθλιπτική.

Τώρα στα 35, με ένα παιδί που προέκυψε από το πουθενά, στην ελλάδα πια, έκανα κύκλο και να μαι πάλι στη βιομηχανία, φοβάμαι ότι θα μείνω μόνη αλλά στη πραγματικότητα δε πιστεύω τίποτα για το μέλλον πιά, γιατί ξέρω ότι η ζωή συνιθίζει απλώς να τα αναποδογυρίζει όλα και να με εκπλήσσει. Συνήθως ευχάριστα κι ας λέω άλλα μερικές φορές.

Καλή εβδομάδα να έχουμε!

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Greek Philosophy

Σταύρος Σιώλας!
Να τον κυνηγήσετε και να πάτε να τον δείτε!

Της άρνης το νερό και το γερό πλάτανο τα ξέρουμε και τα αγαπάμε, αλλά και οι επιλογές που έκανε από άλλες μουσικές, ήταν η μία καλύτερη από την άλλη. Υπέροχη φωνή, υπέροχη ψυχή (να μην αναφερθώ στα μάτια και στο χαμόγελο που στάζουν μέλι γιατί είμαι κοριτσάκι ελεύθερο και λίγο προκατειλειμένο ως προς αυτόν τον τομέα)

Με συμπλογκίτισσα (ποιά να είναι, ποιά να είναι;) χθες είδαμε την επίσημη πρώτη στο Χαμάμ, σήμερα είναι το grand φινάλε. Αν τα καταφέρετε, να πάτε σήμερα. Σπεύστε.

Μπαίνουμε λοιπόν μέσα, χαρωπές και κεφάτες, στρογγυλοκαθόμαστε, κουβεντιάζουμε, το μαγαζί γεμίζει σιγά σιγά. Έρχεται και ένας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος κύριος, θα κάτσω εδω να, λέει, κοιτάζει προς το μέρος μας, τι πείνετε βρε κορίτσια, α, απο αυτό φέρε μου λέει στο γκαρσόνι. Τι με έπιασε και μένα, σκέφτομαι δε θα του αρέσει καλέ το ρούμι, κρίμα να το πληρώνει ο χριστιανός, ολόκληρο μπουκάλι έχουμε εδώ, άσε λέω φέρε ένα ποτήρι απλώς, και κερνάω στο κυριουλι ποτούλι, φτιαγμένο από τα χεράκια μου γειά, και φυσικά, δε θα μας έπιανε τη κουβέντα; θα μα της έπιανε.
Υπενθύμιση αλκιμήδη, μη ξανακεράσεις, μη, μόνο αν πρόκειται για γκόμενο τζιτζιλάτο, μόνο!

- Ελάτε να τσουγκρίσουμε κορίτσια, και ξέρετε γιατί τσουγκρίζουμε;
- ... (Όχι ακριβως αλλά κάτι μου λέει ότι θα το μάθουμε τώρα)
- γιατί το ποτό το απολαμβάνουμε.
- Εεεε, ναι, το απολαμβάνουμε
- Και τι σημαίνει απολαμβάνω;
- Ελα μου ντε!
κλινκ κλινκ κλινκ και μετά από λίγο ξανά μανά κλινκ κλινκ κλινκ, τσουγκρίστε σα να μην έχει αύριο μέρα, ένα πράγμα
- Το ποτήρι το πιάνεις με το χέρι. Βλέπεις το ποτό με τα μάτια. Το μυρίζεις με τη μύτη. Το φέρνεις στο στόμα... Τι λείπει; Το αυτί, για αυτό τσουγκρίζουμε! Απολαμβάνουμε και με τις πέντε αισθήσεις. Greek philosophy.

Είδες οι αρχαίοι ημών...

Υπενθύμιση ξανά, να μη ξανακεράσεις αλκιμήδη, να μη ξανακεράσεις.
Αν και πλάκα είχε η κουβέντα, ακούσαμε διάφορα κουφά ημιρατσιστικά, τσιμπήσαμε και τα τριανταφυλλάκια μας, θυλικά είμαστε, το λουλουδικό πάντα ευπρόσδεκτο, μας κέρασε και φαγάκι, να λιγδώσει το αντεράκι μου (γιατί η συμπλογκερίτισσα δε πείναγε λέει και κράτησε χαρακτήρα) τον πήρε και ο ύπνος νωρίς, ευχαριστηθήκαμε τη μουσική με την ησυχία μας. Πάντως, τη Τετάρτη που έχει κλαρίνα στο χαμάμ, μας περιμένει, να ανταποδώσει το κέρασμα λέει. Να πάω, να μη πάω... Δε θα πάω.

Ωραία ήτανε, καλά περάσαμε και λέμε να το επαναλάβουμε.
Προτείνω Γιώτα Νέγκα την επόμενη φορά (Τρίτη Τετάρτη μόνο δυστυχώς). Τι λες φιλενάδα να καλέσουμε και κανά άλλο μπλόγκερ; Τι λέτε παιδιά, θα μας συντροφεύσετε;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

σα παιδιά χωρίς γονεις

Έφυγα από τη ψυχανάλυση μουδιασμένη. Έλα πάλι ξανά να ψάξεις να βρείς τι είναι αυτό που κάνεις και διώχνεις όποιον πάει να σε πλησιάσει. Αντε ξανά μανά να πρέπει να αντιμετωπίσεις τα ζητήματα αποδοχής σου. Το μάθημα για την επόμενη φορά,
-Όταν είμαι με κάποιον που δε με ενδιαφέρει ερωτικά, είμαι ο εαυτός μου, όταν είμαι με κάποιον που με ενδιαφέρει φέρομαι αλλοπρόσαλα. Μπαίνουν οι ανασφάλειες και δρω κάπως, απωθητικά. Ο φόβος ότι δε θα τους αρέσω
- Εγώ παρατηρώ ότι είστε πεπεισμένη ότι δε θα αρέσετε. Έχετε προαποφασίσει εσείς για αυτούς
- Μα φυσικά, πως είναι δυνατόν κάποιος που έχει αξία να θέλει εμένα;
- Κι εδώ θα το κλείσουμε
Δεν είπα τίποτα, δε διαμαρτυρήθηκα. Μια κόπωση, νιώθω μια κόπωση. Κουράστηκα. Πήρα το αυτοκίνητο, ραδιόφωνο, σκέψεις. Διάβασα κάπου για το Φρούντ ότι είπε "αυτός που ήταν ο ευνοούμενος της μητέρας του, νιώθει και κυρίαρχος του κόσμου. Όλα είναι δυνατά για αυτόν." Κι αυτός που δεν ήταν; Αυτός πως νιώθει; Πως να το αλλάξει αυτό, πως; κι ακούγονται οι εξής στίχοι "Σαν παιδιά χωρίς γονείς..." Και ανοίξανε οι κρουνοί. Άρχισα να κλαίω, και σταματημό δεν είχα. Σπάραξα. Ένιωσα μόνη, τόσο μόνη. Ορφανή. Ποιός θα με αγαπήσει εμένα ποιός. Θα με αγαπήσει ποτέ κανείς; Εδώ δε με αγάπησε η μάνα μου, περιμένω απο ένα ξένο; Αχ, ότι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιό δυνατό. Παπαριές. Δε νιώθω πιο δυνατή. Τα ίδια είμαι, καμία διαφορά. Μόνο κούραση. Τίποτα άλλο. Συνάντησα τυχαία μια κοπελιά που εργάζεται πολύ σκληρά και ζεί πολύ δύσκολη ζωή, κουρασμένη; τη ρωτάω, αχ, δε με κουράζει η δουλειά, η ζωή με κουράζει. Πέστο ψέματα. Και εγώ μαζί σου, κι ας είναι η ζωή μου τόσο εύκολη. Ένα διάλειμα από τη ζωή παρακαλώ, μπορώ; Μπα, που τέτοια τύχη. Κι έτσι και αυτή, και εγώ, συνεχίζουμε, να δείχνουμε δυνατές ενώ δεν είμαστε, και αυτό το πιο κουραστικό από όλα. Και θα ήθελα τόσο, μα τόσο, να έρθει κάποιος και να με πάρει μια σφιχτή αγκαλιά, μα πολύ σφικτή, και να μου χαιδέψει τα μαλλιά, και να μου πεί κλάψε καρδιά μου, κλάψε. Για μια φορά κλάψε και εσύ με παρέα, μέσα σε μια αγκαλιά, όπως κλαίει ο γιός σου. Για μια φορά μη κλαις μόνη. Κλάψε να ξεσπάσεις μέσα σε μια αγκαλιά. Και μετά όταν πιά θα έχω αδειάσει από δάκρυα, και θα έχω θρηνήσει το μυαλό και τη ψυχή μου όπως τους πρέπει, να μείνω έτσι, λειωμένη, και να μου πει, μη σκιάζεσαι, ξεκουράσου για λίγο, εγώ θα σε φροντίσω, για λίγο μόνο εγώ θα τα φροντίσω όλα, και εσένα, εσύ δε χρειάζεται καν να φροντίζεις τον εαυτό σου. Έτσι καλό μου ξεκουράσου. Και μετά ναι θα μπορώ να είμαι πιο δυνατή. Τώρα νιώθω απλώς κουρασμένη.

δεν είναι διαγωνισμός, ζωή είναι

Στη ψυχανάλυση, λέω λέω παπαριές και κάποια στιγμή πετάω μια super παπαριά (ή ίσως και διαμάντι για τη διαδικασία) και εκεί η ψυχολόγα μου το κόβει. Κι εδώ θα το κλείσουμε. Έχω βαρεθεί να το ακούω αυτό. Όχι της λέω, που με αφήνεις στα κρύα του λουτρού; Να το συζητήσουμε. Όχι, με χαιρετά και φεύγω. Και μένω με τη καίρια φράση (όπως νομίζει η ψυχολόγα) να δουλεύεται μέχρι την επόμενη συνεδρεία. Χαριτολογώντας, αποκαλλώ αυτά τα σημεία/σκέψεις που με κόβει, το μάθημα για την επόμενη φορά. Τη προηγούμενη φορά της έλεγα τα του γκόμενου, ήθελα να συζητήσω, να αναπτύξω, να δω τι θα κάνω βρε αδερφέ (ίσως να μου δώσει και καμιά συμβουλή; να μου πει που κάνω λάθος;) και έτσι όπως έλεγα την ιστορία , αναφέρω το μαιλ του και πως εγώ πάγωσα. "Παγώσατε; διαβάσατε ένα μαιλ και παγώσατε; Τι είναι αυτό με σας και τις λέξεις; Γράφετε λέξεις, διαβάζετε λέξεις... Και εδώ θα το κλείσουμε" Κι άλλες φορές μου το έχει πει αυτό. Χρησιμοποιώ βαριές λέξεις. Έμεινα μετέωρη λοιπόν, να αποφασίσω μόνη μου, να πράξω μόνη μου, και φυσικά να έχω στο μυαλό μου την εμμονή μου με τις λέξεις. Και πως τα παίρνω όλα πολύυυυ στα σοβαρά. Τους δίνω μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή που έχουν. Γίνανε τα καθέκαστα, μας έφτυσε ο γκόμενος, πήρα τη φιλενάδα μου να της τα πρήξω πάλι, έκλαψα καλά καλά, και μου είπε το φοβερό και πολύ αληθινό, ζεις πολύ έντονα, είσαι του υπερθετικού βαθμού. Έτυχε να μιλήσω και με την αλκυόνη, τι Ξανθόπουλος είναι αυτός ρε παιδί, μου λέει. Όντως είμαι των άκρων. Όταν είμαι καλά, είμαι πολύ καλά. Όταν είμαι χάλια είμαι πολύ χάλια. Όχι ενδιάμεσες καταστάσεις για μένα. Σα καλό σκορπάκι, του ύψους και του βάθους. Και δεν έχω αποφασίσει αν αυτό είναι καλό ή κακό. Γιατί όταν είμαι στα πάνω μου, πιο πάνω δε πάει. Αυτό καλό. Αλλά αν με πάρει η κάτω βόλτα, δια ασήμαντον αφορμή, πέφτω στα τάρταρα. Και να τες πάλι οι λέξεις. Βαριές. Να δίνουν στα συμβάντα της ζωής μου μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή που περιέχουν. Και προφανώς εγώ επιλέγω να χρωματίσω έτσι τα συμβάντα της ζωής μου. Με έντονα χρώματα. Να βιώνω τα πάντα full blast. Πως να με αντέξει κάποιος που πλησιάζει; Εδώ δεν αντέχω εγώ τον εαυτό μου. Με έχει κουράσει αυτή η ένταση. Το κατανοώ αυτό και γιαυτό επιζητώ ηρεμία. Προσπαθώ για αυτή. Παραλίγο να γράψω, παλεύω για αυτή, να άλλη μια βαριά λέξη, που δε ταιριάζει στη στιγμή, συγκρατήθηκα, δεν είναι πόλεμος, ζωή είναι. Και μου έρχεται μια σκέψη που είχα κάνει και παλαιότερα, όταν κάποιος άλλος σημαντικός με είχε ρωτήσει τι θέλω. Είχα πει, να ζω τη ζωή στο έπακρο, να πάρω ότι έχει να μου δώσει, να μη τη σπαταλάω. Και μετά είχα κάτσει και είχα αναλογιστεί, και τι πειράζει δηλαδή άμα τη σπαταλάμε τη ζωή; Και ποιός ορίζει τι είναι σπατάλη και τι δεν είναι; Και ποιός θα κρίνει; Και γιατί ανάγω τη ζωή σε διαγωνισμό; Τι το κάναμε; ποιός θα ζήσει πιο αποδοτικά; Γιατί επιμένω να με ξεχωρίζω από τους άλλους και ενώ πιστεύω βαθιά (να άλλη μια βαριά λέξη) ότι είμαστε ενωμένοι και συμπορευόμαστε, εγώ να θέλω να είμαι κατά τι διαφορετική, με το διαφορετική να εμπεριέχει το καλύτερο. Ψάχνω από κάπου να πιαστώ να πείσω τον εαυτό μου ότι αξίζω; Αξίζω απλώς ή αξίζω περισσότερο; Και έρχεται συνειρμικά πάλι το φοβερό που έρχεται συνέχεια, πρέπει να είμαι αποδεκτή. Γιατί πρέπει. Γιατί νομοτελειακά για την ύπαρξη μου; Αν η ύπαρξη μου δεν είναι αποδεκτή τότε δεν υφίσταται; Με αποδέχονται άρα υπάρχω; Όπως λέει και η ψυχολόγα "μα βάζετε κάτι ιδέες με το μυαλό σας". Και ο πόνος ο χθεσινός, που τον βίωσα έντονα ενώ δεν του ταίριαζε, έγκειται τελικά όχι στο γκόμενο που χάσαμε, στη δυνατότητα που δεν εκπληρώθηκε, αλλά στο πολύ εγωιστικό, αν άξιζα θα έμενε. Αν η ύπαρξη μου είχε αξία, θα έμενε. Αν είχα αξία, θα του γεννούσα συναισθήματα επιθυμίας. Άρα δε έχω αξία. Και κλάμα η κυρία. Να είναι καλά η φιλενάδα, που βασικά με έκανε και γέλασα, μετά τη κουβέντα μας. Μου τηλεφώνησε κάποια στιγμή "Πήρα να σας πω ότι αξίζετε πολλά" και μου το έκλεισε. Και είδα πόσο γελοίο είναι το όλο σκηνικό και οι σκέψεις μου που αποφασίζω να γεννήσω ως αποτέλεσμα αυτού. Οι βαριές μου λέξεις. Η εμμονή μου με τον υπερθετικό βαθμό.
Πάω να ψυχαναλυθώ (μη χάσω)
Άντε καλό μας Σαββατοκύριακο, και καλό μας μήνα!