Τετάρτη, Απριλίου 25, 2007

συγνώμη

Κι ένα πρωινό, που είσαι σχετικά καλά, και είσαι στο γραφείο σου και λες να διαβάσεις κάνα μπλογκ με το καφέ σου, πέφτεις πάνω σε αυτό.

Και συγκλονίζεσαι.
Και νιώθεις οργή
Και τόσο αδύναμος

Τι κάνουμε βρε παιδιά, τι κάνουμε;
Που πήγε η ανθρωπιά μας;
Και παλεύεις με τον εαυτό σου
Γιατί θέλεις να το βγάλεις από το μυαλό σου και να συνεχίσεις να ζείς όπως μπορείς τη μικρή, ασήμαντη και πανέμορφη ζωή σου
Αλλά δε μπορείς.
Η αδικία σε πνίγει
Η αδυναμία σου να κάνεις το οτιδήποτε σε πνίγει

Θέλω να φωνάξω
Πώς θα μπορέσω να φτιάξω έναν πιο ανθρώπινο κόσμο για τον Ιάσωνα;
Πως;
Δεν το αντέχω που δε μπορώ
Δεν το αντέχω

και δυστυχώς τι κάνω;
κλείνω τα μάτια και προσποιούμαι ότι αυτά δε συμβαίνουν
μόνο έτσι μπορώ να ανασάνω ξανά
να ζήσω τη μικρή ζωή μου
Και φταίω που αυτά συμβαίνουν, φταίω
γιατί κλείνω τα μάτια

δε θέλω όμως
αλλά
τι κάνουμε; τι μπορούμε να κάνουμε;

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

δεύτερο πρόγραμμα ακούω πάλι

«Καρδούλα μου δε σε μαλώνω ούτε κακία σου κρατώ
Ένα παράπονο έχω μόνο»

Στίχος πονεμένος σε ρυθμό χαρούμενο
Και βρέθηκα να χορεύω και να προσπερνώ τα λόγια
Σήμερα επιλογές σε εύθυμους σκοπούς και η διάθεση φτιάχνει. Και εγώ χορεύω. Αποκτώ την ενέργεια που τόσο εύκολα αφήνω να χαθεί. Την ενέργεια που αφήνω να μου ξεζουμίσουν. Αυξάνω τις αντιστάσεις, η ενέργεια δε διαφεύγει τόσο εύκολα. Το μούδιασμα, άμυνα στην αρχή, φεύγει, αφήνει πίσω μια αδιάφορη ηρεμία, μια αναμονή, μια περιέργεια.
«Και με πονάει το γιατί, γιατί όπου κλαίει η αλήθεια η μοναξιά κάνει γιορτή»
Και τι έγινε κι αν είμαι μόνη; Πρώτη φορά είναι; Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια. Και όμορφα που είναι τα χιονισμένα βουνά. Τα κοιτάς από μακριά και ψάχνεις ευκαιρία να χωθείς στο άσπρο τους. Και μένα μου μένει να επαναπροσδιορίσω το μαζί. Μπα, ούτε αυτό. Δε πρόκειται να υποκύψω. Το μαζί που εγώ θέλω είναι αλλιώς. Το μαζί το άλλο είναι χλιαρό, κι εγώ θέλω ζέστη. Κάποια στιγμή έρχεται καλοκαίρι, τα χιόνια λιώνουν. Η μαρμότα είδε τη σκιά της, μακρύς ο χειμώνας. Κι αν σου λάχει να είσαι στο Έβερεστ, δε λιώνει το χιόνι ποτέ. Δε πειράζει. Και στο Έβερεστ όμορφα είναι. Και με το φαινόμενο του θερμοκηπίου ποτέ δε ξέρεις, μπορεί και εκεί να λιώσουν τα χιόνια. Αρκεί να είναι ο ήλιος δυνατός. Αυτό μόνο χρειάζεται. «Έλα σε αφήνω στη καρδιά μου αν το θες» Αν το θες, αν μπορείς, αν ξες πως. Η μάλλον άμα θέλεις θα βρείς το πώς θα μπορέσεις. Αρκεί να θέλεις. Και η καρδιά μου πάντα εκεί. Αναμένει. Κουράστηκε να ψάχνει, περνάει στην αναμονή, αποδιώχνει τη προσδοκία. Δε σκληραίνει. Είναι ψυχρό το σκληρό περίβλημα και δε προστατεύει, πληγώνει με τη σκληράδα του. «Και δικαίωμα κανένα, δε σου ζητώ, να με αγκαλιάζεις μια φορά, ούτε με φτάνει ούτε με αφορά» Το άλλο μαζί δε με αφορά. Δε μου ταιριάζει, δεν έχω λόγο. Καλύτερα χωρίς. Σωστά; Τι κι αν είμαι μόνη; Όλη μου τη ζωή έτσι ήμουν, δεν άλλαξε τίποτα, η ψευδαίσθηση απλά χάθηκε, ο τρόπος που υπάρχω, ίδιος. Και τριανταπέντε συναπτά έτη μια χαρά τα καταφέραμε. Πλάκα είχε, και ενδιαφέρον, μια χαρά (και ουχί δύο τρομάρες). «Τι με κοιτάζεις με αυτά τα μάτια, αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει». Μπα, δε νιώθω να πνίγομαι. Αναδύομαι. Φελλός ξανά. Επιπλέω Θρυμματίζομαι και επιπλέω. Μα πως το έπαθα και ξέχασα τη δύναμη μου; Τζιζ αλκιμήδη τζιζ. Φτου κακά. Πως το έπαθα και ξέχασα το στόχο μου; Πως χάθηκα σε δρόμους που καίνε; Πως άφησα τα ανεκπλήρωτα να αμαυρώσουν τα υπαρκτά και ουσιαστικά; Με λένε αλκιμηδη και είμαι καλά.
Καλό μας σαββατοκύριακο!

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

κίνη (τοποίη) ση

Από το βιβλίο της φυσικής της α λυκείου
(Τώρα το πως έπεσε στα χέρια μου, μεγάλη ιστορία, ίσως ελαφρώς πονεμένη)

"Δεν υπάρχει ύλη που να παραμένει ακίνητη στο σύμπαν.
Η κίνηση είναι τρόπος ύπαρξης της ύλης
"


Τώρα το πως, προς τα που, με τι ταχύτητα, άλλο θέμα
εννίοτε και πονεμένο

Σημασία έχει οτι κινούμαστε
Ότι κάπου πάμε βρε παιδί
Όπου κι αν είναι αυτό
Κάπου πάμε

Άντε καλά μας ταξίδια

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

δε σε κρίνω μη με κρίνεις let me be

Μου έχει κολλήσει το εξής τραγουδάκι
"Είναι η ζωή μικρές στιγμές και τι να κάνω που δε μπορώ να σταματήσω να ονειρεύομαι"
Είναι τρομάρα της, είναι
Και οι δικές μου οι στιγμές χρωματίζονται από τη ψυχική μου διάθεση
(Don't we all? Μα φυσικά!)
Άλλοτε τις ζω τις στιγμές, είμαι εκεί, βιώνω
άλλοτε η διάθεση τροποποιεί τη γεύση τους, το άρωμα τους, τα όλα τους
βάζει ότι χρώμα θέλει εκείνη
υποθέτω και τότε τις ζω τις στιγμές, τις βιώνω
αλλά να, νοιώθω ότι τους κλέβω την ουσία τους
τους δίνω μια άλλη ουσία που δε ταιριάζει
κι αυτό ζωή είναι βέβαια
αλλά άλλη ζωή, που δε ταιριάζει...

όχι, η ζωή πάντα ταιριάζει
η ουσία πάντα ταιριάζει
σωστά κάνουν οι στιγμές και χρωματίζονται από τη διάθεση
τότε μόνο έχουν τη πραγματική τους ουσία τελικά
και όχι μια ψευδαίσθηση ουσία ονείρου
και τι να κάνω; που δε μπορώ να σταματρήσω να ονειρεύομαι
δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε θέλω!
(με αυτό το μοτο με μεγαλώσανε τρομάρα τους)
Όντως, δε θέλω να σταματήσω να ονειρεύομαι
και τα όνειρα,
(να τα αποκαλέσω καλύτερα ελπίδες και ευσεβείς πόθους για το μέλλον;
να τα αποκαλέσω γιατί αυτό είναι)
φαντασιώσεις και σπασμένες υποσχέσεις
κι αν σταματήσω να ονειρευόμαι και να σχεδιάζω, τι απομένει;
οι μικρές στιγμές φυσικά
κι ας είναι χρωματισμένες όπως τους κατέβει
μόνο αυτές έχω εν τέλει
τιμή μου και καμάρι μου
και στο κάτω κάτω, ποιός τολμά να κρίνει τι χρώματα επέλεξε η στιγμή μου να φορέσει;
ας χρωματίσει τις δικές του και να αφήσει τις δικές μου μονάχες τους να υπάρχουν.
χρωματισμένες όπως τους (μου) κατέβει

άμα πιά, δε θα απολογηθώ κιόλας που ζω όπως μπορώ και ξέρω
εσύ ζήσε καλύτερα αφού μπορείς και ξέρεις
επιλογή σου,
επιλογή μου
γούστο μου και καπέλο μου
(και το καπέλο να ναι κόκκινο!
σωστά;)

Ουφ
τα πα
ξεθύμανα

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

ανάσταση;

Στη δουλειά γενικώς τα έχω κάνει σκατά αλλά με κάποιο τρόπο καταφέρνω και τα μπαλώνω. Μέχρι τώρα. Μια δουλειά που έπρεπε να κάνω για την επόμενη εβδομάδα, που την ήξερα εδώ και δύο μήνες, κι εγώ, να έρχομαι στο γραφείο και απλά να αδυνατώ. Να μη μπορώ να τη κάνω. Σα μια μανία να χάσω τη δουλειά μου. Να έρθει η ώρα της κρίσης την επόμενη Τετάρτη και να χάσω τη δουλειά. Επιμένω να έρχομαι και να προσπαθώ να το δουλέψω. Επιμένω να μένω ακινητοποιημένη.
Και μόλις τώρα, ο αφεντικός μου ήρθε και τροποποίησε τα ζητούμενα, ζήτησε και συγνώμη, που μου ζητάει άλλα τώρα, και κατανοεί οτί ίσως να μη προλάβω. Δε ξέρει αυτός ότι για τα προηγούμενα δεν έχω κάνει τίποτα. Δε του το είπα κιόλας. Και ως εκ θαύματος αυτά που ζητάει είναι μισοέτοιμα από πέρυσι για άλλη δουλειά που είχα κάνει.
Κι έτσι τίποτα δε χάθηκε. Τίποτα. Και ελπίζω ξανά.
Κάποτε ένοιωθα το σύμπαν να με χαιδεύει. Ίσως να μη σταμάτησε ποτέ.
Ανάσταση;

για το μικρό μου φιλόσοφο

Με τον Ιάσωνα έχουμε την εξής συνήθεια
Σφιχτή αγκαλιά και φιλάκι το βράδυ πριν κοιμηθούμε για να καλονυχτίσουμε, σφιχτή αγκαλιά και φιλάκι το πρωί μόλις ξυπνήσουμε για να πάρουμε δύναμη για τη μέρα μας.
Σήμερα πάω να τον αγκαλιάσω, δε θέλω μου λέει πήρα.
Τι πήρες καρδιά μου
Δύναμη, από μέσα μου

Και εγώ τι να πω; Για μένα και τη δύναμη που δε βρίσκω να του δώσω τη μάνα που του αξίζει. Τι;
Χθες μια ακόμη δύσκολη μέρα, μέσα μου, όχι έξω μου.
Για λίγο θύμωσα κιόλας. Έγινε το θάυμα, θύμωσα. Λέω τι κι αν είμαι ανεπαρκής ρε γαμώτο, μήπως είναι κανείς επαρκής για μένα; Μόνο ο Ιάσωνας, μόνο εκεί οφείλω να είμαι επαρκής. Δεν έχω και επιλογή. Δε μου φταίει σε τίποτα να με βλέπει έτσι. Κι έρχεται ο γλυκός μου χθες το βράδυ και μου λέει, εισαι καλή μαμά. Όχι όσο σου αξίζει μάτια μου, όχι. Και τελικά, αν έχω έναν λόγο που συνεχίζω και κρατιέμαι πάνω σε αυτή τη γη, είναι αυτός. Όπως λέει και η κουμπαρούλα μου, τα παιδιά μας μας γειώνουν. Όντως. (Μου έλειψες ρε φιλενάδα, έτσι όπως έμπλεξα με τα τρεχάματα και τις δουλειές, έχουμε τόσο καιρό να τα πούμε, τόσο ήθελα χθες βράδυ να σου έρθω, να στα πω, να κλάψω στην αγκαλιά σου. Κι έμεινα πάλι να κλαίω μόνη. Τι να τον ταλαιπωρώ και τον άλλον, να περάσει άλλη μια δύσκολη νύχτα, τι φταίει κι αυτός, τι. Ούτως ή άλλως όσο κι αν πονάει και τους δυό μας, η αγκαλιά είναι κενή, επι του πρακτέου μηδενική. Μέσα μου πρέπει να βρω τη δύναμη, δε θα με πάρει κανείς από το χεράκι. Να γεύομαι ότι δίνεται και ας πάνε στην ευχή όλα τα ηλίθια θέλω και προσδωκίες και ανεκπλήρωτα και δε συμμαζεύεται. Χείμαιρες είναι, και το ξαναείπαμε, οι χείμαιρες ζώα της μυθολογίας, δεν υφίστανται. Τα μηδενίζω όλα; Ίσως. Μηδενικά τα βλέπω, μηδενικά είναι) Έτσι λοιπόν, να μη ξεχνάω ποιός ο στόχος μου. Και ο στόχος μου είναι να φροντίσω τον Ιάσωνα. Να θυμηθώ το στόχο λοιπόν, και να προσπαθήσω να τον εκπληρώσω όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Τι τα θέλω τα υπόλοιπα, τις ψευδαισθήσεις, τις μαλακίες. Μεγάλο Σάββατο, έγινε σκηνικό, μας ταλαιπωρήσανε με κανονίσματα και χαζομάρες. Μετά από δύο ώρες ταλαιπωρίας, δικιάς μου (ποιός με χέζει εμένα) και του παιδιού, λέω στη παρέα μου, δε βλέπω φως εδώ, πήρα το παιδί μου κι έφυγα. Τι να τους κάνουμε τους άλλους χαρά μου του λέω, όταν είμαστε τα δυό μας; Και περάσαμε το υπόλοιπο απόγευμα τραγουδώντας εγώ κι εσύ μαζί. Και όμορφα που το περάσαμε. Χωρίς να προσδοκώ τίποτα άλλο. Αυτό που δε θα έρθει που δε δυναται να έρθει γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Να το πάρω αποφαση κι έτσι να πορευτώ. Εστιασμένη στο στόχο. Μπορώ; Μπορώ αλλά πονάει ρε γαμώτο, πονάει.

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

άρνηση

Άρνηση, Θυμός, Θλίψη, Αποδοχή

Εγώ; Κολλημένη στην άρνηση. Και θλίψη, αλλά κυρίως άρνηση. Βυθισμένη σε αρνητικές σκέψεις. Όλα βουνό. Ναι, όλα βουνό. Και τι έγινε; Η ορειβασία υποτίθεται με αρέσει. Αφού θα το ανέβω που θα το ανέβω ας πάρω τη βαθιά ανάσα και ας το κάνω. Όχι. Αρνούμαι να ξεκολλήσω. Αρνούμαι να αποδεχτώ. Αρνουμαι να δω. Αρνούμαι να πάρω ότι μου δίνεται. Αρνούμαι να γιάννω. Οι αρνητικές σκέψεις έρχονται κι έρχονται, και ξανά. Δε μπορώ, δε θέλω να τους ξεφύγω, να τις διώξω. Αρνούμαι. Να κάνω το βήμα. Το επόμενο. Να υπάρξω. Να ηρεμήσω. Να χαρώ. Αρνουμαι να προχωρήσω. Κολλημένη στις σκέψεις, Κολυμπάω στο πόνο που μόνη μου γεννώ. Και γεννώ κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Λάθη. Κάνω λάθη, επιδιώκω το λάθος, μόνο λάθη για μένα, τίποτα άλλο. Αρνούμαι. Παραιτούμαι. Το τραμπολίνο έχασε την ελαστικότητα του, εγώ αρνούμαι να κάνω γκελ. Μέσα στο πηγάδι, κοιτάζω το φεγγάρι. Πανσέληνος είναι, και είναι μακριά. Εχω χάσει τη πίστη μου. Τη πίστη στη ζωή μου, στο νόημα της ρουτίνας μου, στο μέλλον, σε μένα, στους δικούς μου, σε όλα. Τα τυλίγω όλα με αδιαφορία και άρνηση. Θέλω να πιαστώ από κάπου να τραβηχτώ έξω από αυτό. Όλα τα σχοινιά σάπια, ξένα, άλλα από αυτά που χρειάζομαι. Αρνούμαι να βγάλω από τη τσέπη μου το σχοινί το καλό, το σχοινί το σωστό, να το δώσω στους δικούς να με τραβήξουν. Αρνούνται να το κάνουν αυτοί για μένα. Άσε με να βυθίζομαι. Δε με νοιάζει, δε με κόφτει. Αρνούμαι να αναζητήσω τη πίστη μου. Άντε πάλι από την αρχή. Κουράστηκα να ονειρεύομαι, να πιστεύω στα όνειρα μου. Κουράστηκα να φαντάζομαι αυτό που θέλω. Δεν έχω το κουράγιο καν να το ζήσω. Κι ας μου το δώσουνε στο πιάτο. Τι νόημα έχει. Δεν είναι αληθινό, δεν έχει διάρκεια. Όλα ψευδαίσθηση που φτιάχνουμε για την επιβίωση. Όλα ψέματα που χτίζουμε στο μυαλό μας. Τίποτα αντικειμενικό. Όλα ότι αποφασίσει η οπτική σου γωνία. Όλα ότι αποφασίσεις να τα χρωματίσεις. Κάνε τους συμβιβασμούς σου, αποφάσισε να παραβλέψεις κάποια πράγματα, και να τη η ευτυχία δικιά σου. Είσαι όσο ευτυχισμένος αποφασίσεις εσύ να είσαι. Αν δε βαριέσαι, αν δε σε νοιάζει η απουσία αλήθειας, ή μα΄λλον όχι, η απουσία της δικής σου επιθυμίας. Είσαι όσο ευτυχισμένος αποφασίσεις να είσαι. Αποφασισε τι εστι ευτυχία για σένα. Αλλά πρόσεξε, τα στοιχεία που θα βάλεις να ειναι αυτά που είναι εφικτά, όχι αυτά που θα ήθελες. Και τότε, αμέσως την έχεις. Να ζήσω άλλο ένα ψέμα, ένα κατασκεύασμα του μυαλού μου; Βαριέμαι. Δε με κόφτει. Καλή και η θλίψη. Κι αυτή ψευδαίσθηση είναι. Κι αυτή κατασκεύασμα του μυαλού Ότι νοιώθω κατασκεύασμα του μυαλού. Τίποτα δεν αναγνωρίζω ως πραγματικό. Να πω αυτό είναι αυτό. Είναι. Δεν αμφιβάλω. Όχι δεν έχω πίστη. Και αρνούμαι να τη ξαναγεννήσω.

Άρνηση, Θυμός, Θλίψη, Αποδοχή

Εκεί κολλημένη στην άρνηση. Δε πρόκειται να πάω παραπέρα. Δε θυμώνω. Δεν είναι κάτι που το συνηθίζω. Μόνο στιγμιαία. Συνήθως απλά παραιτούμαι, προσπερνώ, μελαγχολώ. Έλεγα για το γάτο μου χθες, που μετά τη γέννηση του Ιάσωνα έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, μαράζωσε. Ζήλευε; με ρωτήσανε. Όχι, δε ζήλευε, δε διεκδίκησε τη προσοχή μας, δε φέρθηκε άσχημα στον Ιάσωνα. Απλά αποδέχτηκε το γεγονός ότι δεν ήταν πιά ο χαιδεμένος του σπιτιού, και μαράζωσε. Λένε τα ζώα μοιάζουν στα αφεντικά τους. Αυτό σκέφτηκα μετά τη κουβέντα. Κι εγώ. Απλά μαραζώνω. Δε διεκδικώ, δε θυμώνω, αποδέχομαι το γεγονός. Ορφανή; Τι να κάνουμε, έτσι το θέλησε. Αρνούμαι να γεννήσω θυμό. Μόνη; Αρνουμαι να αποδεχτώ αυτό το γεγονός. Το ξέρω, το νοιώθω, θλίβομαι, μαραζώνω. Πονάει. Μόνη. Προχθές έριξα πάλι ένα καλό κλάμα και κάποια στιγμή με μανία άρχισα να επαναλαμβάνω, μπορώ μόνη μου, είναι ωραία μόνη μου, και ξανά και ξανά και ξανά. Να πλύνω τον εγκέφαλο να καθαρίσει από τις ψευδαισθήσεις. Μου λέει ο καλός μου μετά. Μόνη ξανά δε θα σε αφήσω. Μη με αφήνεις μόνο ποτέ. Προσπαθεί να καταλάβει, προσπαθεί να πλησιάσει. Το παλεύει. Δε πρόκειται να τα καταφέρει. Μπορεί η αλκυόνη να με αποκαλλεί το τείχος των δακρύων αλλά εγώ είμαι τοίχος σκέτος. Αδιαπέραστος. Όσο το παλεύει πιάνομαι από κάπου και κρατάω τη ψευδαισθηση. Καλό ή κακό αυτό; Η άρνηση συνεχίζεται. Ο επαναπροσδιορίσμός του "μαζί" αναβάλλεται. Αρνουμαι να κάνω τους συμβιβασμούς μου, να επιλέξω τα εφικτά κομμάτια της ευτυχίας. Ή όλα ή τίποτα. Κατέστρεφε. Και δε με νοιάζει. Χθες ξανά σε χαρτορίχτρα. Γιατί, με ρωτάει; Για να επανάποκτήσω τη πίστη μου. Δε καταλαβαίνει. Να μου πει κάποιος ότι θα έχει διάρκεια, ότι θα έχω αυτό που επιζητώ, να πιστέψω ότι είναι εφικτό και τότε να το παλέψω. Να μη δώσω άλλη μια μάχη που είναι χαμένη από χέρι. Κουράστηκα με τα όνειρα που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Δεν έχω δικιά μου ελπίδα, δικιά μου πίστη. Δε πιστεύω ότι τα σχέδια μου θα γίνουν. Δε γουστάρω να δίνω χαμένες μάχες. Άσε τη ζωή να σε πάει. Μην ονειρεύεσαι. ΄Ασε τη ζωή να τσουλήσει. Όπως όπως. Στα δύσκολα να κάνω πίσω. Δε θέλω να πέσω προσπαθώντας. Αφού θα πέσω, τουλάχιστον ας πέσω χωρίς αντίσταση. Αρνούμαι να το παλέψω. Άρνουμαι.