Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

καταθλιπτικοί κύκλοι

Ποστάκι της υφάντρας και τα σχόλια του με έκανε αυθόρμητα να σκεφτώ και να συνειδητοποιήσω από που προέρχεται η κυκλικότητα της κατάθλιψης. Τουλάχιστον της δικιάς μου κατάθλιψης.
Συμβαίνει το εξής απλό. Η ψυχολόγα μου το ονομάζει φόβο της ευτυχίας.
Το υποσυνείδητο μου έχει συγκεκριμένη δόση χαράς και καλοσύνης που ανέχεται, γιατί τόση θεωρεί ότι αξίζω. Μόλις αυτή ξεπεραστεί και η δόση καλοσύνης είναι το κατιτίς παραπάνω, παθαίνει ένα τραμπάκουλο, δεν αντέχει και φέρνει τη κατάθλιψη. Και ο κύκλος ξεκινά. Όσο και να προσπαθώ με τη λογική να εξέλθω, όσο κι αν προσπαθούν οι δικοί μου να με βοηθήσουν, αυτό επιμένει να με βυθίζει εκεί. Το γεγονός ότι δεν υφίσταται ουσιαστικός και πραγματικός λόγος για τη κατάθλιψη, το βοηθά γιατί τότε προστίθενται και οι ενοχές οι οποίες εντείνουν το πόνο. Μόλις νιώσει ότι αρκετά τιμωρήθηκα, ότι κατά κάποιον τρόπο εξέτησα τη ποινή μου, ως δια μαγίας, ο καταθλιπτικός κύκλος κλείνει και είμαι και πάλι καλά.
Το γεγονός ότι πέρασα τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του Ιάσωνα απαλλαγμένη από τη κατάθλιψη οφείλεται στο ότι είχα πραγματικά ζόρια και δυσκολίες, ήμουν πραγματικά μόνη, οπότε και το ασυνείδητο αισθανόταν ότι αρκετά υποφέρω, δε χρειάζεται να με τιμωρήσει επιπλέον. Μόλις όμως άρχισα να είμαι καλά, να πέρνω τη ζωή στα χέρια μου, να κάνω όνειρα, σου λέει, τι έγινε εδώ; Εσύ δεν αξίζεις να σου φέρεται καλά η ζωή. Κάνε λάθη, χτύπα τον εαυτό σου και επειδή αυτό δεν αρκεί πάρε και μια κατάθλιψη. Όσο αντιστέκομαι και προσπαθώ να είμαι καλά, τόσο και αυτό με βαράει. Και τους τελέυταίους μήνες, που έχω δρομολογήσει χαρά και όνειρα, τα έχει πάρει τελείως και μου βαράει τη κατάθλιψη μέχρι εκεί που δε πάει. Και επειδή οι μέρες μου έχουν πολλές πραγματικές και ουσιαστικές καλές στιγμές πλέον, ανεξαρτήτως της κατάθλιψης, που είναι πια μόνιμη κατάσταση, αυτό με βυθίζει όλο και πιο βαθιά, και πιο βαθιά, και πιο βαθιά. Γιατί με τόση καλοσύνη η ποινή δεν εκτίεται ποτέ.

Ωραία, το βρήκα, και λοιπόν; αυτή τη χαμηλή αίσθηση αυτοαξίας πότε θα τη γιάνω; πότε;

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Εν μέσω ύπνου παιχνιδίσματα

Το ξέρω χάθηκα. Από το μπλογκ και από τη παλιά μου ζωή. Οι μπλογκοφίλοι με προ(σ)καλούν να παίξω παιχνίδια κι εγώ αδυνατώ. Χαμένη γενικώς. Στα έσω μου. Θέλω να βγω στην επιφάνεια είπα στη ψυχολόγα. Κουράστηκα. Τη Κυριακή το βράδυ δια ασήμαντον αφορμή έκλαιγα τρεις ώρες. Αυτό το λούστηκε ο ταλαίπωρος άνθρωπος που είναι μαζί μου. Τη προηγούμενη Πέμπτη τη γλύτωσε. Βγήκα στο μπαλκόνι και μέσα στο αγιάζι μια από τα ίδια. Φώναζα, δε θέλω, δε θέλω. Δε θέλω να διαλέξω σε παρακαλώ. Θέλω να μπορέσω να δω γκρι. Δε πιστεύω στο γκρί. Δε θέλω. Μαύρο/άσπρο. Ποίημα της Σώτης Τριανταφύλου για την απομυθοποίηση του άσπρου. Άσπρη η σιώπή, άσπρο το χιόνι, άσπρος ο τάφος, κάπως έτσι, δε θυμάμαι, βαριέμαι να ανατρέχω τώρα. Τι άσπρο, τι μαύρο, τι γκρί, τι πορτοκαλί. Πορτοκαλί Ιάσωνας. Το αγαπημένο του χρώμα. Παίρνει τις ζωγραφιές, εκείνες που είναι λευκές τελείως και αρχίζει με προσοχή να γεμίζει τα σχήματα, τις μορφές, να μη ξεφύγει έξω από το περίγραμμα. Και τα κάνει όλα πορτοκαλιά. Ουρανό, σύννεφα, δέντρα, σπίτια, λουλούδια. Έχετε δει έλατο πορτοκαλί; Εγώ έχω δει, φτιαγμένο από τα χεράκια του. Και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια σελίδα πορτοκαλί. Όλη βαμένη πορτοκαλί. Γεμάτος περηφάνεια έρχεται, μαμά πες μου μπράβο, που δε ξέφυγα από τις γραμμές. Μπράβο καρδιά μου. Αναγνώρισε τα όρια και μείνε μέσα τους. Από τώρα. Εξασκήσου. Αλλά τουλάχιστον διαλέγεις το χρώμα που σου ταιριάζει. Μετά ανεβαίνει πάνω μου. Είμαι η μηχανή, τα χέρια μου οι μοχλοί, τα αυτιά μου οι ρόδες, η μύτη μου τιμόνι. Ή είμαι άλογο, εκείνος στους ώμους καβαλάρης ιππότης, το μαξιλάρι η άμαξα. Τον ακολουθώ στο παιχνίδι του, στη φαντασία του. Τη σκοτώσαμε κάπως έτσι και τη χθεσινή μέρα. Πάει κι αυτή. Ειδικά αυτή. Η πρώτη μέρα της άνοιξης. Επίσημα πιά, να ανοίξουμε, τι; τις καρδιές; τις ελπίδες; τη χαρά; Η ημέρα της ποίησης. Να ποιήσω τι; όνειρα, ζωή; Κάτι τέτοιο. Ίσως κάτι άλλο. Αυτή την ανοξιάτικη και ποιητική μέρα προσποιήθηκα ότι είμαι ακόμη εδώ. Όπως κι αν είμαι. Περίπου ζωντανή. Φέτος τη τιμητική του ο εγγονόπουλος. Βαλτό είναι το σύμπαν; Έλεος δεν έχει. Όχι, δεν έχει. Θυμάμαι το πέρυσι. Θυμάμαι γυναίκες αγαπημένες λιμάνια. Θυμάμαι ψευδαισθήσεις. Και ο ύπνος συνεχίζεται. Πέρυσι η τιμιτική του Ελύτη. Αντίστροφα μου πήγαν οι ποιητές και οι άντρες. Αντίστροφα και ανάστροφα. Θυμάμαι πέρυσι αυτή τη μέρα. Με καίει να τη θυμάμαι. Όχι για κείνο που με πόναγε τότε. Για εμένα που ένα χρόνο μετά συνεχίζω τα ίδια. Τα ίδια παντελή μου, τα ίδια παντελάκη μου. Ένα χρόνο μετά και η ανοιξη με βρίσκει και πάλι κλεισμένη. Και με λιγότερο πείσμα γαμώτο, και με λιγότερη ελπίδα, και με πολύ άρνηση. Πέρυσι λοιπόν, τέτοια μέρα, προετοιμαζόμουνα για αποχαιρετισμό. Πήρα ένα μετρό γεμάτο ήχους του Ελύτη. Πήγα στον Ιανό και διάλεξα βιβλίο σημαδιακό. Πήγα στο Μετρόπολις και διάλεξα CD σημαδιακό. Πήγα στο εκκλησάκι του Άγιου Νικόλαου και κάθισα κάτω από τον ήλιο, και διάβασα το σημαδιακό βιβλίο, και έγραψα την αφιέρωση μου. Όχι δε θυμάμαι τι έγραψα. Θυμάμαι ομως τη μέρα πολύ καλά. Τον ήλιο που έκαιγε, την άνοιξη που γιόρταζε ερήμην μου. Και φέτος; Πάλι το δρόμο είχανε γιορτή; Δε ξέρω, την απέφυγα τη μέρα, τη σκότωσα. Για να μη με σκοτώσει αυτή. Θέλω να βγω στην επιφάνεια είπα στη ψυχολόγα. Αλλά δε μπορώ. Ή δε θέλω. Σε ένα μονόδρομο εγκλωβισμένη. Ελπίζω σε σείσμό, να σκίσει τη γή, να κόψει το δρόμο, να συναντήσω ρήγμα μπροστά μου, να κάνω πίσω. ΝΑ επιστρέψω. Στη πρότεινη ζωή. Της επιφάνειας. Της θετικής σκέχης. Της διαχείρησης. Να ασχοληθώ με πρακτικά ζητήματα. Να αποκτήσω αποφασιστικότητα και στόχους καθημερινούς, μικρούς, χαζούς, να μπω σε ρυθμό ρουτίνας, να μη σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι, να μην αισθάνομαι, να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσω τους παράλογους δαίμονες μου. Να πάρω τα ηνία εγώ πάλι. Όπως Αγγλία. Όπως πριν. Να μη καταλαβαίνω τα λάθη που κάνω, τις τρικλοποδιές που βάζω στον εαυτό μου. Να πάρω ένα βιβλίο να πάω στο Richmond park να χαζεύω σκιουρους και ελάφια. Και να είναι το βιβλίο ελαφρύ, με έρωτες, και ίντριγκες, και ζήλειες, και happy end. Κυρίως αυτό, χολυγουντιανό τέλος, να καμώνομαι πως και εγώ κάπως έτσι ζω. Στην επιφάνεια. Και όταν ανεβαίνω στη μηχανή και με κτυπάει ο αέρας και δακρίζω, να είναι τα δάκρυα μόνο του αέρα, καθόλου δικά μου, μόνο του αέρα.







Αγαπημένες μου θεατρολόγες, ότι μπόρεσα έκανα
Δεν ήτανε κατάλληλη εποχή για παιχνίδια
Κι όσο για ταινίες, βιβλία, και τα συναφή Θα πω από ένα μόνο

Ταινία: Το απέραντο γαλάζιο

Βιβλίο: Το δέντρο που έδινε

Και προλαβαίνω την αλεπού, μιλώντας πρώτη για τη θεατρική παράσταση που έχει χαραχθεί στο δικό μου μυαλό και ψυχή: Αγγέλα, στο θέατρο Εμπρός

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007

χουζουρεύω, για λίγο ακόμη

Η λέξη κλειδί που ανοίγει τους κρουνούς και η αλκιμήδη όλο κλαίει, κλαίει, κλαίει. Ανεπάρκεια. Όταν νιώθω την ανεπάρκεια μου κατακλύζομαι. Όταν αποδυκνείομαι για άλλη μια φορά λίγη, κλαίω. Όχι επειδή είμαι ανεπαρκής. Επειδή δεν έχω την πολυτέλεια να είμαι ανεπαρκής. Αρνούμαι να αποδεχτώ ότι δε μπορώ να είμαι ανεπαρκής. Αρνούμαι πεισματικά, και με θυμό εννίοτε, τσαντίζομαι, δε γουστάρω να ζοριστώ για να είμαι επαρκής. Στην ουσία αρνούμαι να αποδεχτώ ότι είμαι μόνη. Τόσο απλά. Και τελικά δε μπορώ να αποφασίσω αν θέλω να το αποδεχτώ και να προχωρήσω ή αν θέλω να συνεχίσω να ελπίζω στη ψευδαίσθηση ότι κάποια στιγμή, κάπου, κάποτε θα μου επιτραπεί να είμαι λίγη. Και το κλάμα γιατί; Το κλάμα είναι πένθος. Πένθος για τη ζωή που έκαψα; Όχι, πένθος για τη ζωή που μου χαρίστηκε. Πένθος για αυτό που δε μου χαρίστηκε. Πένθος για τη ψευδαίσθηση που χάνω. Πένθος για την άρνηση μου να δω τη πραγματικότητα. Κυρίως αυτό. Την άρνηση μου. Και η προσπάθεια μου να επιβάλλω στον άλλον να συντροφέψει το κλάμα μου; Μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατήσω τη ψευδαίσθηση ότι δε θα είμαι πάντα μόνη. Και δυό φωνές μέσα μου παλεύουν. Ξύπνα φωνάζει η μία, κοίτα, κατάλαβε, είσαι μόνη και μπορείς. Και η άλλη; Με νανουρίζει. Κοιμήσου, λίγο ακόμη, για λίγο μόνο, κοιμήσου. Είναι γλυκό αυτό το όνειρο, μην το σβήσεις ξυπνώντας, μη, κοιμήσου.

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

βρε δε πάει καλά η γυναίκα

Όταν είμαι με κάποιον θέλω να μπω μέσα του και να τον νοιώσω. Θέλω να μπει μέσα μου και να με νοιώσει. Δε θέλω απαραίτητα να με βοηθήσει, να με συμβουλέψει, να δε ξέρω τι. Θέλω απλώς να νοιώσω ότι με καταλαβαίνει και ότι τον καταλαβαίνω.

Έτσι ορίζω το μαζί εγώ.

Και τελικά το χειρότερο που μπορεί να μου κάνει κάποιος που αγαπώ είναι η απόσταση.
Να μη μπορώ να πλησιάσω.
Ή να μη με πλησιάζει εκείνος.

Δεν είναι για όλους έτσι, το καταλαβαίνω. Να, μόλις τώρα κουβέντιαζα με γνωστή για αυτό και μου λέει
- Δε το θέλω αυτό, δε μπορώ. Πνίγομαι. Θέλω να έχω δικά μου πράγματα, μόνο δικά μου.
Για αυτήν το χειρότερο είναι να θέλει ο αγαπημένος να τη πλησιάσει τόσο, να της ζητά να τον πλησιάσει τόσο.

Τις τελευταίες δύο μέρες έπεσα πάλι σε πηγάδι θλίψης. Χωρίς λόγο, αιτία, αφορμή. Άγνωστο το γιατί. Θέλω μόνο να κλάψω. Αρνούμαι πεισματικά να κλάψω μόνη μου. Υποβάλω τον καλό μου στη παρακάτω απαίτηση, αγκαλιασέ με, να κλάψω, να κλάψω, και μη με ρωτας γιατί, γιατί δε ξέρω, μόνο αγκάλιασε με. Ζητάω πολλά το ξέρω, αλλά πως μπορώ να μη ζητήσω αυτό που έχω ανάγκη;
βρε δε πάω καλά, δε πάω καθόλου καλά σας λέω.
Άντε να περάσει κι αυτός ο κύκλος να δούμε τη ζημιά.

Τι; καινούργιος μήνας;
ε, καλό μας μήνα λοιπόν