Τετάρτη, Ιουνίου 15, 2011
Beyond the Sea
Είχα σήμερα να πάω σε μιά ομιλία. Υποχρέωση της δουλειάς και ψιλοβαριόμουνα. Και όλες αυτές οι εξελίξεις, ήθελα να μάθω τι θα γίνει. Έκλεισα με μισή καρδιά τη τηλέοραση, εν μέσω συνομιλιών και διαπραγματεύσεων Παπανδρέου Σαμαρά. Πάω, και ακούω τόσα πράγματα που δεν ήξερα, από έναν άνθρωπο εκπληκτικό, με ωραία ροή λόγου. Επιστήμονας, και γνωστός, είπε γεγονότα που πραγματικά δεν είχα ιδέα, οκ, τι να κάνουμε, δυστυχώς, δεν αφήνουμε τους ανθρώπους της γνώσης να μας μεταφέουν όλα αυτά που ξέρουν. Πρώτη αμαρτήσασα εγώ, βαριόμουν να πάω, δε βαριόμουν; Μετά βραβεύσανε μαθητές που είχαν αριστεύσει. (Ω τι γελοιώτης, πάλι άρχισα να κλαίω- με συγκινεί πολύ να βλέπω όλο αυτό το δυναμικό να είναι εγκλωβισμένο, και παρ όλα ταυτα να επιμένει, και να πετυχαίνει - το αυτόν ισχύει και για τον επιστήμοαν που λέγαμε). Γενικά η όλη συγκέντρωση ήταν μια ανάσα αισιοδοξίας. Γυρίζοντας, έμαθα τα καθέκαστα, τις εξελίξεις. Μέχρι αύριο που θα ανακοινωθεί το νέο σχήμα, αφήνομαι να ελπίσω. Που ξες, μπορεί να ναι ένα σχήμα χωρίς παλιό ΠΑΣΟΚ, και που ξες μπορεί τη ψήφο εμπιστοσύνης να την πάρει από βουλευτές από όλα τα κόμματα (εντάξει όχι όλα, το ΚΚΕ δε παίζε), αλλά μπορεί, μπορεί, ένα μικρό ποσοστό από κάθε κόμμα να τη δώσει. Και να έχουμε τη συναίνεση από εκεί που δεν την περιμένουμε. Τεσπα, αυτή είναι η δική μου άποψη, ευχή και ελπίδα. αυριο ας διαψευστω. Σήμερα που είναι όλα ρευστα, ας πάει και στο παλιάμπελο. Και μετά άρχισα να ψάχω στα κανάλια, να ακούσω καμιά είδηση, κανά νεότερο, καμιά ανάλυση, που σαι Πορτοσάλτε; οεο; και έτσι όπως ψάχνω, πέφτω στους τίτλους μιας ταινίας, και παίζει το Beyond the Sea, και δε πειράζει που δεν είναι η ομότιτλη ταινία, γιατί την έχω όλη μέσα στο κεφάλι μου, και τη παίζω σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι μου, κάνω το δικό μου σινεμά, με ταινία επιλογής μου, ακούω το τραγουδάκι που με ανεβάζει, βγαίνω και στο μπαλκονάκι μου, στα τριάντα εκατοστά που λέγαμε, και ακούω, μυρίζω, ατενίζω θάλασσα, κι έχει ο Θεός (ναι αυτός στον οποίο δεν πιστεύω, έκφραση είναι μη το παίρνεις της μετροιτης) Το τσουλησα 39 χρόνια, θα το τσουλήσω κι άλλο. Κάπως, Όπως. Δίπλα ή πέρα από τη Θάλασσα. Μάκια.
Κυριακή, Μαΐου 29, 2011
Μετακομίσεις
Πριν 15 χρόνια, μπήκα σε ένα δωμάτιο μινιατούρα, με ένα κρεββάτι μινιατούρα, με χαμηλό ταβάνι και είσαμε 60 εκατοστά γύρω γύρω από το κρεββάτι. Ήταν το δωμάτιο της εστίας στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Άφησα τις δύο βαλίτσες μου, έκατσα στο κρεββάτι και έκλαψα.
Σήμερα, μπήκα σε ένα δυαράκι, πανάθλιο και πανβρώμικο, με σιχαμένα έπιπλα, με ένα μπαλκόνι είσαμε 30 εκατοστά. Ο καλός μου και ο Ιάσονας ανέβασαν μια αυτοκινητιά πράγματα, συνέφερα δύο ντουλάπια και τα χωσα μέσα, μέσα στον εκνευρισμό μαλώναμε όλη μέρα. Όταν έφυγαν για την Αθήνα, ξάπλωσα στο κρεββάτι, ταβανοσκόπησα και έκλαψα. Ακόμα κλαίω.
Δεκαπέντα χρόνια, μία, δύο, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ, εννέα, δέκα, έντεκα μετακομίσεις μετά. Και όπως μέτραγα κάθε σπίτι και αθλιότητα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου.
Σύντομα θα υπάρξει και δωδέκατη. Κάνε εκείνη να ναι καλή. Κουράστηκα πιά. Κουράστηκα.
Σήμερα, μπήκα σε ένα δυαράκι, πανάθλιο και πανβρώμικο, με σιχαμένα έπιπλα, με ένα μπαλκόνι είσαμε 30 εκατοστά. Ο καλός μου και ο Ιάσονας ανέβασαν μια αυτοκινητιά πράγματα, συνέφερα δύο ντουλάπια και τα χωσα μέσα, μέσα στον εκνευρισμό μαλώναμε όλη μέρα. Όταν έφυγαν για την Αθήνα, ξάπλωσα στο κρεββάτι, ταβανοσκόπησα και έκλαψα. Ακόμα κλαίω.
Δεκαπέντα χρόνια, μία, δύο, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ, εννέα, δέκα, έντεκα μετακομίσεις μετά. Και όπως μέτραγα κάθε σπίτι και αθλιότητα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου.
Σύντομα θα υπάρξει και δωδέκατη. Κάνε εκείνη να ναι καλή. Κουράστηκα πιά. Κουράστηκα.
Κυριακή, Μαΐου 01, 2011
αλλιώτικη μέρα
Αλλιώτικη μέρα; Όχι. Όχι. Τελικά όχι.
Γυρίζοντας σήμερα το απόγευμα στη νέα μου πατρίδα (απ' ότι φαίνεται, αλλά ποιός ξέρει τι θα φέρει η κάποια μέρα, ε;) ήμουνα πολύ τυχερή. Με συντρόφεψε στο ραδιόφωνο μια παρουσιάση ενός cd της Τσανακλίδου από τις ζωντανές εμφανίσεις της στο Μετρό. Τη λατρεύω. Σκεφτόμουν αυτή, τη Παπαδόδημα, το τρίφωνο, τη Κάτια Γέρου, το Θαλασσινό, τη Λαζαρίδου, τον πρόσφατα φευγάτο Παπάζογλου, τον Χορν, τη Λαμπέτη κι άλλους κι άλλους κι άλλους, το ανεψουδι μου που χα τη τύχη να δω σήμερα το πρωί και να το σφίξω στην αγκαλιά μου (μα τι βλέμμα είναι αυτό), εννοείται ΤΟΝ ΓΙΟ μου, τη φιλέναδα μου στην αγγλία που μαθα νέα της μετά από πολύ καιρό, και άλλους, πολλούς άλλους (τρεις ώρες οδήγηση είναι αυτή χωράει πολλές πολλές σκέψεις), πλάσματα αγγελικά πλασμένα που γλυκαίνουν τη δική μου τη ζωή, ότι κι αν είναι αυτή. Και πάνω σε σκέψεις οικογενειακές, και σχέδια που τολμάμε να κάνουμε, και ελπίδες που τολμάμε να αρθρώνουμε, πως ίσως, ίσως, ίσως, λες να συμβεί, ίσως και να συμβεί, να μπορέσουμε ξανά να σταθούμε στα πόδια μας, τρεμάμενα ναι, αλλά μπορεί και να μας κρατήσουν, ίσως, καινούργιος μήνας, καινούργια εβδομάδα, καινούργια μέρα αύριο, πάνω σε τέτοιες σκέψεις, έρχεται και το τραγούδι της Τσανακλίδου, και λέω ναι αύριο θα ξυπνήσω το πρωί, κεφάτη, θα τη διώξω τη κωλογκρίνια, θα κάνω τα μάτια μου λουστρίνια, θα πάρω τη ζωή μου από την αρχή. Κάθε μέρα αυτό δε κάνω εξάλλου; Κάθε μέρα σηκώνομαι ξανά και κάνω μια μικρή αρχή. Πως το λένε οι κινέζοι; ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων αρχίζει με το πρώτο βήμα. Ή κάπως έτσι τελοςπάντων, το πίάσατε το νόημα. Κάθε μέρα μια αρχή. Κάθε στιγμή μια άνασα, βαθιά, πολύ βαθιά, και πάμε πάλι, ξανά, από την αρχή. Βήμα βήμα. Ενιότε προς τα πίσω. Πάω. Περπατάω. Παραπατάω. Όσο μπορώ με μάτια λουστρίνια. Και συνέχισα το ταξίδι προς τη νέα μου πατρίδα, μαζί με όλες τις άλλες τις σκέψεις και τις επόμενες μουσικές, μέσα εκεί στο κουβάρι και οι στίχοι του αλλιώτικη μέρα. Να αγαπώ κι έμενα. Φυσικά. Όλα τα άλλα εύκολο, εμένα το παλεύω. Τη κερδίζουμε αυτή τη μάχη, αμ πως. Κάποια στιγμή έφτασα. Μίλησα με τις αγάπες μου στο τηλέφωνο. Μικρή μελαγχολία. Θα τους ξαναδώ σε δεκαπέντε μέρες. Δε πειράζει. Κι αυτό θα περάσει. Μαζί με τις μικρές αρχές και πολλοί μικροί θάνατοι. Η ζωή δεν είναι μόνο μια σειρά από μικρούς θανάτους. Είναι και μια σειρά από μικρές αρχές. Γράψε λάθος. Ένα κουβάρι από μικρούς θανάτους, μικρές αρχές, μεγάλες αρχές και μεγάλους θανάτους. Ευτυχώς για όλα. Όλο το κουβάρι το θέλω. Δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι το δικό μου κουβάρι. Και είναι όλα μέσα εκεί συγχρόνως. Η σκέψη μου πετάει από το τώρα και τη φωνή του, σε παλιούς αγαπημένους, και σε σκηνές του μελλοντος, και όχι, αυτά που αγάπησα τα αγαπώ ακόμη, δε σβήνουν τα συναισθήματα, και αυτά που μίσησα φυσικά τα μισώ ακόμη, αλλά αυτά δε τα σκέφτομαι συχνά, μόνο αυτά που αγάπησα και τα άφησα, τα μέρη, τις καταστάσεις, και τους ανθρώπους, αχ τους ανθρώπους. Α ναι, με πήρε τηλεφωνο και άλλη μια φίλη από τα παλιά, με αφορμή τη γιορτή του Ιάσονα, και ναι, ναι, μπορεί να μη κρατάω επαφή, είμαι τόσο χάλια στο να κρατάω επαφή, όταν οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν, χωρίζουν, δεν έχει νόημα να παλεύεις να χτίζεις αυτές τις τεράστιες κουραστικές γέφυρες, αλλά η αγάπη μένει, οι άνθρωποι μένουν μέσα στην καρδιά μου, πάντα μέσα στη καρδιά μου, και πάντα τους σκέφτομαι, και τους νοσταλγώ, και θα θελα οι δρόμοι μας να μην είχαν χωρίσει, αλλά έτσι είναι, η μέρα, η κάποια μέρα φέρνει ότι είναι να φέρει και οι δρόμοι χωρίζουν, οι καρδιές όμως δεν αδειάζουν, η δικιά μου τουλάχιστον. Κι έτσι, μέσα σε όλο αυτό, έπεσα στις βόλτες μου στο ίντερνετ πάνω σε κάτι πολύ πολύ μακρινό, αναμνήσεις από την εφηβεία μου, τότε που ονειρευόμουν ότι θα γίνω κλασσική κιθαρίστρια, και είχε βγεί, για μια χρονιά μόνο, ένα περιοδικό, το TAR, και μετά σταμάτησε, γιατί φυσικά πως να συντηρήσει το κοινό της κλασσικής κιθάρας ένα τόσο εξειδικευμένο περιοδικό, το οποίο ήταν εκπληκτική δουλειά, και τα έχω τα τεύχη στη βιβλιοθήκη μου σε περίοπτη θέση, τα φέρω τιμητικά, μαρτυρία του τι ήμουνα, υπενθύμιση του πρώτου ονείρου που εγκατέλειψα, που μάλλον ήταν και το μεγαλύτερο, απόδειξη του πόσο λίγη ήμουνα για τα όνειρά μου, αλλά και πόσο πολύ είμαι που τουλάχιστον τα έκανα, και κάνω ακόμη, άσε πάλι πλαγιοδρόμησα, έπεσα λοιπόν πάνω, στην νέα, ηλεκτρονική του έκδοση (http://www.tar-radio.com/), και από εκείνη τη στιγμή ακούω κιθαριστικές μελωδίες, θυμάμαι όλες εκείνες τις συναυλίες που πήγα, εννοείται τον δάσκαλο μου, τι να κάνεις άραγε βρε Στέφανε, πόσο πολύ σε αγάπησα και σένα, και εννοείται είσαι ακόμη μεσα στην καρδιά μου, ανεκπλήρωτοι έρωτες, εκπληρωμένοι έρωτες, φιλίες, συγγενείς που αγαπώ να μίσω, και συγγενείς που απλά αγαπώ, μεγάλο σόι, στιγμές, στιγμές, στιγμές, και αιωνιότητες, γιατί οι στιγμές είναι συνεχεια εκεί, μέσα μου, να διαρκούν, να παίζονται ξανά και ξανά και ξανά. Δε νομίζω ότι υπάρχει στιγμή άξια προσοχής που να καταφέρνει να παραμένει στιγμή, και φυσικά με τίποτα δεν καταφέρνει να παραμείνει ακέραιη, επαναλαμβάνεται μεταλλασόμενη, και από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Να μια στιγμή, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές μέσα στο κεφάλι μου, μόλις άλλη μία. Τον Στέφανο τον αγαπούσα με πάθος από τα δεκατέσσερα μου μέχρι τα δεκαεφτά μου. Η μη ανταπόκριση στον έρωτα μου, οι πανελλήνιες, το ωδείο που κλεισε, η τεμπελιά μου και ένας νέος έρωτας, οδήγησαν το δρόμο μου να χωρίσει από τον δικό του. Στα δεκαεννιά μου, συναντηθήκαμε ξανά. Δε θυμάμαι πως. Θυμάμαι ότι είχε έρθει σπίτι μου, θυμάμαι ότι είχα ντυθεί προκλητικά, θυμάμαι ότι ήταν μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα. Θυμάμαι αυτό το ένα φιλί που μου έδωσε. Κι εγώ φοβήθηκα ότι θα ξαναπάθω κόλλημα μαζί του και το σταμάτησα εκεί. Αυτό το φιλί, με τον ήλιο να πέφτει πάνω στα πρόσωπα μας, αυτή είναι μια τέτοια στιγμή. Άραγε στο δικό του κεφάλι υπήρξε ποτέ επανάληψη. Και αν θυμάται, τι ακριβώς θυμάται; οεο; Και να άλλη μία στιγμή. Άλλος ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Νώντας. Μέσα σε μια σπηλιά, σε εκδρομή της ΕΣΕ, βρίσκει κάτι όμορφες άσπρες πέτρες. Σηκώνει μία και μου τη προσφέρει. Δε θυμάμαι τι μου είπε. Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα του και το χέρι που προσφέρει,επαναλαβμανόμενη σκηνή μέσα στο κεφάλι μου, ειδικά το τελευταίο καιρό, γιατί τυχαίνει η νέα μου πατρίδα να ναι σε απόσταση αναπνοής από εκείνη την σπηλιά! Παρεπιμπτόντως, τη πέτρα τη κουβάλουσα πάνω μου συνέχεια, για περίπου δύο χρόνια, όπου την έχασα, τι ειρωνία μέσα σε μιά άλλη σπηλιά, και ήμουνα απαρηγόρητη. Να άλλη μια στιγμή. Ο θόρυβος που έκανε η πέτρα όταν έφυγε από πάνω μου, εγώ κρεμασμένη σε ένα σχοινί, και χτύπησε το πάτο της σπηλιάς. Ακόμη εκωφαντικός είναι. Πως ξέφυγα πάλι έτσι... Από πλάσματα αγγελικά πλασμένα και αλλιώτικές μέρες έφτασα εδώ. Πίσω στο τραγούδι λοιπόν, και στην άρνηση μου. Το κόσμο λοιπόν τον μέτρησα πολλές φορές, θα τον μετρήσω άλλες τόσες, μέσα στα απλά είναι τα ωραία, φυσικά, ζωή απλή και ωραία δε λέω πάντα, (κι ας είναι η ζωή και άλλα πολλά, ο καθένας επιλέγει αυτά που αντέχει) αλλά, αλλά, δε μπορώ να είμαι άστρο που γιαλίζει μέσα σε ανθρωπάκια σκοτεινά ρε γαμώτο, δε μπορούμε να μαστε όλοι λαμπεροί; oh pretty pretty please? Εγώ δε γυαλίζω εξάλλου από μόνη μου, δεν είμαι αυτόφωτο, είμαι καθρέφτης, των ανθρώπων και των στιγμών που χω στη καρδιά μου. Κι αν γυάλιζα σήμερα ήταν γιατί ήμουνα με την οικογενεια μου, ηλιόλουστη μέρα με καφέ. και μετά είδα το ανεψούδι μου (αυτό είναι αυτόφωτο!). Τι καλό που κάνει ένας καφές!
Γυρίζοντας σήμερα το απόγευμα στη νέα μου πατρίδα (απ' ότι φαίνεται, αλλά ποιός ξέρει τι θα φέρει η κάποια μέρα, ε;) ήμουνα πολύ τυχερή. Με συντρόφεψε στο ραδιόφωνο μια παρουσιάση ενός cd της Τσανακλίδου από τις ζωντανές εμφανίσεις της στο Μετρό. Τη λατρεύω. Σκεφτόμουν αυτή, τη Παπαδόδημα, το τρίφωνο, τη Κάτια Γέρου, το Θαλασσινό, τη Λαζαρίδου, τον πρόσφατα φευγάτο Παπάζογλου, τον Χορν, τη Λαμπέτη κι άλλους κι άλλους κι άλλους, το ανεψουδι μου που χα τη τύχη να δω σήμερα το πρωί και να το σφίξω στην αγκαλιά μου (μα τι βλέμμα είναι αυτό), εννοείται ΤΟΝ ΓΙΟ μου, τη φιλέναδα μου στην αγγλία που μαθα νέα της μετά από πολύ καιρό, και άλλους, πολλούς άλλους (τρεις ώρες οδήγηση είναι αυτή χωράει πολλές πολλές σκέψεις), πλάσματα αγγελικά πλασμένα που γλυκαίνουν τη δική μου τη ζωή, ότι κι αν είναι αυτή. Και πάνω σε σκέψεις οικογενειακές, και σχέδια που τολμάμε να κάνουμε, και ελπίδες που τολμάμε να αρθρώνουμε, πως ίσως, ίσως, ίσως, λες να συμβεί, ίσως και να συμβεί, να μπορέσουμε ξανά να σταθούμε στα πόδια μας, τρεμάμενα ναι, αλλά μπορεί και να μας κρατήσουν, ίσως, καινούργιος μήνας, καινούργια εβδομάδα, καινούργια μέρα αύριο, πάνω σε τέτοιες σκέψεις, έρχεται και το τραγούδι της Τσανακλίδου, και λέω ναι αύριο θα ξυπνήσω το πρωί, κεφάτη, θα τη διώξω τη κωλογκρίνια, θα κάνω τα μάτια μου λουστρίνια, θα πάρω τη ζωή μου από την αρχή. Κάθε μέρα αυτό δε κάνω εξάλλου; Κάθε μέρα σηκώνομαι ξανά και κάνω μια μικρή αρχή. Πως το λένε οι κινέζοι; ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων αρχίζει με το πρώτο βήμα. Ή κάπως έτσι τελοςπάντων, το πίάσατε το νόημα. Κάθε μέρα μια αρχή. Κάθε στιγμή μια άνασα, βαθιά, πολύ βαθιά, και πάμε πάλι, ξανά, από την αρχή. Βήμα βήμα. Ενιότε προς τα πίσω. Πάω. Περπατάω. Παραπατάω. Όσο μπορώ με μάτια λουστρίνια. Και συνέχισα το ταξίδι προς τη νέα μου πατρίδα, μαζί με όλες τις άλλες τις σκέψεις και τις επόμενες μουσικές, μέσα εκεί στο κουβάρι και οι στίχοι του αλλιώτικη μέρα. Να αγαπώ κι έμενα. Φυσικά. Όλα τα άλλα εύκολο, εμένα το παλεύω. Τη κερδίζουμε αυτή τη μάχη, αμ πως. Κάποια στιγμή έφτασα. Μίλησα με τις αγάπες μου στο τηλέφωνο. Μικρή μελαγχολία. Θα τους ξαναδώ σε δεκαπέντε μέρες. Δε πειράζει. Κι αυτό θα περάσει. Μαζί με τις μικρές αρχές και πολλοί μικροί θάνατοι. Η ζωή δεν είναι μόνο μια σειρά από μικρούς θανάτους. Είναι και μια σειρά από μικρές αρχές. Γράψε λάθος. Ένα κουβάρι από μικρούς θανάτους, μικρές αρχές, μεγάλες αρχές και μεγάλους θανάτους. Ευτυχώς για όλα. Όλο το κουβάρι το θέλω. Δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι το δικό μου κουβάρι. Και είναι όλα μέσα εκεί συγχρόνως. Η σκέψη μου πετάει από το τώρα και τη φωνή του, σε παλιούς αγαπημένους, και σε σκηνές του μελλοντος, και όχι, αυτά που αγάπησα τα αγαπώ ακόμη, δε σβήνουν τα συναισθήματα, και αυτά που μίσησα φυσικά τα μισώ ακόμη, αλλά αυτά δε τα σκέφτομαι συχνά, μόνο αυτά που αγάπησα και τα άφησα, τα μέρη, τις καταστάσεις, και τους ανθρώπους, αχ τους ανθρώπους. Α ναι, με πήρε τηλεφωνο και άλλη μια φίλη από τα παλιά, με αφορμή τη γιορτή του Ιάσονα, και ναι, ναι, μπορεί να μη κρατάω επαφή, είμαι τόσο χάλια στο να κρατάω επαφή, όταν οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν, χωρίζουν, δεν έχει νόημα να παλεύεις να χτίζεις αυτές τις τεράστιες κουραστικές γέφυρες, αλλά η αγάπη μένει, οι άνθρωποι μένουν μέσα στην καρδιά μου, πάντα μέσα στη καρδιά μου, και πάντα τους σκέφτομαι, και τους νοσταλγώ, και θα θελα οι δρόμοι μας να μην είχαν χωρίσει, αλλά έτσι είναι, η μέρα, η κάποια μέρα φέρνει ότι είναι να φέρει και οι δρόμοι χωρίζουν, οι καρδιές όμως δεν αδειάζουν, η δικιά μου τουλάχιστον. Κι έτσι, μέσα σε όλο αυτό, έπεσα στις βόλτες μου στο ίντερνετ πάνω σε κάτι πολύ πολύ μακρινό, αναμνήσεις από την εφηβεία μου, τότε που ονειρευόμουν ότι θα γίνω κλασσική κιθαρίστρια, και είχε βγεί, για μια χρονιά μόνο, ένα περιοδικό, το TAR, και μετά σταμάτησε, γιατί φυσικά πως να συντηρήσει το κοινό της κλασσικής κιθάρας ένα τόσο εξειδικευμένο περιοδικό, το οποίο ήταν εκπληκτική δουλειά, και τα έχω τα τεύχη στη βιβλιοθήκη μου σε περίοπτη θέση, τα φέρω τιμητικά, μαρτυρία του τι ήμουνα, υπενθύμιση του πρώτου ονείρου που εγκατέλειψα, που μάλλον ήταν και το μεγαλύτερο, απόδειξη του πόσο λίγη ήμουνα για τα όνειρά μου, αλλά και πόσο πολύ είμαι που τουλάχιστον τα έκανα, και κάνω ακόμη, άσε πάλι πλαγιοδρόμησα, έπεσα λοιπόν πάνω, στην νέα, ηλεκτρονική του έκδοση (http://www.tar-radio.com/), και από εκείνη τη στιγμή ακούω κιθαριστικές μελωδίες, θυμάμαι όλες εκείνες τις συναυλίες που πήγα, εννοείται τον δάσκαλο μου, τι να κάνεις άραγε βρε Στέφανε, πόσο πολύ σε αγάπησα και σένα, και εννοείται είσαι ακόμη μεσα στην καρδιά μου, ανεκπλήρωτοι έρωτες, εκπληρωμένοι έρωτες, φιλίες, συγγενείς που αγαπώ να μίσω, και συγγενείς που απλά αγαπώ, μεγάλο σόι, στιγμές, στιγμές, στιγμές, και αιωνιότητες, γιατί οι στιγμές είναι συνεχεια εκεί, μέσα μου, να διαρκούν, να παίζονται ξανά και ξανά και ξανά. Δε νομίζω ότι υπάρχει στιγμή άξια προσοχής που να καταφέρνει να παραμένει στιγμή, και φυσικά με τίποτα δεν καταφέρνει να παραμείνει ακέραιη, επαναλαμβάνεται μεταλλασόμενη, και από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Να μια στιγμή, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές μέσα στο κεφάλι μου, μόλις άλλη μία. Τον Στέφανο τον αγαπούσα με πάθος από τα δεκατέσσερα μου μέχρι τα δεκαεφτά μου. Η μη ανταπόκριση στον έρωτα μου, οι πανελλήνιες, το ωδείο που κλεισε, η τεμπελιά μου και ένας νέος έρωτας, οδήγησαν το δρόμο μου να χωρίσει από τον δικό του. Στα δεκαεννιά μου, συναντηθήκαμε ξανά. Δε θυμάμαι πως. Θυμάμαι ότι είχε έρθει σπίτι μου, θυμάμαι ότι είχα ντυθεί προκλητικά, θυμάμαι ότι ήταν μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα. Θυμάμαι αυτό το ένα φιλί που μου έδωσε. Κι εγώ φοβήθηκα ότι θα ξαναπάθω κόλλημα μαζί του και το σταμάτησα εκεί. Αυτό το φιλί, με τον ήλιο να πέφτει πάνω στα πρόσωπα μας, αυτή είναι μια τέτοια στιγμή. Άραγε στο δικό του κεφάλι υπήρξε ποτέ επανάληψη. Και αν θυμάται, τι ακριβώς θυμάται; οεο; Και να άλλη μία στιγμή. Άλλος ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Νώντας. Μέσα σε μια σπηλιά, σε εκδρομή της ΕΣΕ, βρίσκει κάτι όμορφες άσπρες πέτρες. Σηκώνει μία και μου τη προσφέρει. Δε θυμάμαι τι μου είπε. Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα του και το χέρι που προσφέρει,επαναλαβμανόμενη σκηνή μέσα στο κεφάλι μου, ειδικά το τελευταίο καιρό, γιατί τυχαίνει η νέα μου πατρίδα να ναι σε απόσταση αναπνοής από εκείνη την σπηλιά! Παρεπιμπτόντως, τη πέτρα τη κουβάλουσα πάνω μου συνέχεια, για περίπου δύο χρόνια, όπου την έχασα, τι ειρωνία μέσα σε μιά άλλη σπηλιά, και ήμουνα απαρηγόρητη. Να άλλη μια στιγμή. Ο θόρυβος που έκανε η πέτρα όταν έφυγε από πάνω μου, εγώ κρεμασμένη σε ένα σχοινί, και χτύπησε το πάτο της σπηλιάς. Ακόμη εκωφαντικός είναι. Πως ξέφυγα πάλι έτσι... Από πλάσματα αγγελικά πλασμένα και αλλιώτικές μέρες έφτασα εδώ. Πίσω στο τραγούδι λοιπόν, και στην άρνηση μου. Το κόσμο λοιπόν τον μέτρησα πολλές φορές, θα τον μετρήσω άλλες τόσες, μέσα στα απλά είναι τα ωραία, φυσικά, ζωή απλή και ωραία δε λέω πάντα, (κι ας είναι η ζωή και άλλα πολλά, ο καθένας επιλέγει αυτά που αντέχει) αλλά, αλλά, δε μπορώ να είμαι άστρο που γιαλίζει μέσα σε ανθρωπάκια σκοτεινά ρε γαμώτο, δε μπορούμε να μαστε όλοι λαμπεροί; oh pretty pretty please? Εγώ δε γυαλίζω εξάλλου από μόνη μου, δεν είμαι αυτόφωτο, είμαι καθρέφτης, των ανθρώπων και των στιγμών που χω στη καρδιά μου. Κι αν γυάλιζα σήμερα ήταν γιατί ήμουνα με την οικογενεια μου, ηλιόλουστη μέρα με καφέ. και μετά είδα το ανεψούδι μου (αυτό είναι αυτόφωτο!). Τι καλό που κάνει ένας καφές!
Κυριακή, Απριλίου 10, 2011
αυτά
Καθόμαστε με τους κουμπάρους σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι, ήλιος, πλατεία, τα παιδιά παίζουν, χαρά θεού, συμπαθητικό φαγητό, όμορφη παρέα, τι άλλο να ζητήσει κανείς। Κι έτσι όπως έχουμε αποφάει, και είμαστε πλήρεις από όμορφη παρέα, και ωραία κουβέντα και χαρούμενα παιδιά, κι όλα καλά, μια γιαγιά, γύρω στα εβδομήντα, καλοστεκούμενη, με το ταγεράκι της, περιποιημένη, στέκεται κοντά στο τραπέζι μας, και μας λέει: "Τώρα που τελειώσατε τι με καλέσατε;" Παίρνει μια μπουκιά ψωμί, "Μπορώ;" και βάζει λίγη φάβα। "Είμαι και γριά δε μπορώ να μασήσω καλά"। Καθίστε της λέμε, παίρνει ένα πιάτο με κάτι μακαρονάκια που είχανε περισσέψει και τρώει। "Τι τραβάει η ψυχή σας να σας το παραγγείλουμε;" "Τίποτα, τίποτα κοπέλα μου, την ευχή μου να χετε"
Γαμώτο μου, θα μπορούσε να είναι η μάνα μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου. Και δε με άφησε ούτε ένα πιάτο φρέσκο φαγητό να της προσφέρω γαμώτο μου.
Και σιωπώ
Γαμώτο μου, θα μπορούσε να είναι η μάνα μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου. Και δε με άφησε ούτε ένα πιάτο φρέσκο φαγητό να της προσφέρω γαμώτο μου.
Και σιωπώ
Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011
Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα!
Θα λεγα δε πάω καλά. Αλλά όχι, μια χαρά πάω.
Παρέλαση. Τα παιδιά περνάνε μπροστά μας. Κορίτσια λεβέντικα, περπάτημα περήφανο. Αγόρια έφηβα, μουρόχαβλα. Δεν άλλαξε και τίποτα από τις μέρες μου. Κάνω μια έτσι, και καμαρώνω κάτι κοριτσάρες, δεκάξι, δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, να βαράνε τα τύμπανα, το κεφάλι ψηλά, και με πιάνουν τα κλάματα. Που να κρυφτώ, να μη με πάρουνε χαμπάρι. Πρώτη σκέψη δε πάω καθόλου καλά. Μόνο για λίγο. Δεύτερη σκέψη, απόλυτη επίγνωση του γιατί βούρκωσα, και τιμή μου και καμάρι μου. Μια χαρά πάω. Όσο μπορώ ακόμη να πληγώνομαι και να ντρέπομαι κοιτάζοντας αυτά τα παιδιά, το παρελθόν, το κάποτε μέλλον μου, το μέλλον τους, και να πονάω, μια χαρά πάω.
Λέει σήμερα, ο χριστιανισμός γιορτάζει την εξύψωση του ανθρώπου. Η Πατρίδα, το ότι αναγεννήθηκε, και σχηματίστηκε. Κάποτε.
Ο γιος μου ότι δεν έχει διάβασμα.
Εγώ, το ότι ακόμη έχω πράγματα να χάσω.
*Ο τίτλος από άρθρο του Μάνου Στεφανίδη, από το οποίο μόνο αυτή η φράση μου μίλησε, αλλά μου μίλησε.
Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2011
Άλλο δεν έχει, εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου
Τη παραπάνω φράση τη πρωτοδιάβασα στο Νίκο Ξυδάκη. Μετά ξανασυναντηθήκαμε στης φιλενάδας, έτσι για να την εμπεδώσω. Και λόγω της φιλενάδας την ξαναθυμήθηκα.
Έτσι είναι φιλενάδα, έτσι απλά. Σκληρό; Άδικο; Παράλογο; Φυσικά. Αλλά έτσι είναι. Ότι μας λάχει, αυτό είναι, αυτό ζούμε, αυτό είναι η ζωή μας, να το κάνουμε ότι μπορούμε. Να πάρουμε από αυτό ότι προλάβουμε, ότι μας κάτσει, ότι είναι. Πριν και μετά; Niente. Και αυτό που είναι, είναι αρκετό; Όχι. Άλλα δεν έχουμε και τίποτα άλλο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σχέδιο. οϋτε νόημα, ούτε σκοπός. Και όλα είναι απλά ένα τυχαίο γεγονός. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται, και βγάζουν κάτι παραπανήσιο. Ικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Κατάλληλες συγκυρίες; Ίσως, ίσως κι όχι. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται και τα κάνουν μαντάρα. Ανικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Οι συνθήκες; Θα θελα, γιατί στους τελευταίους μάλλον ανήκω, αλλά δε νομίζω. Το όλον είναι απλά μια ωδή στη κυριαρχία της τυχαιότητας. Δεν έχει σημασία εξάλλου να το πολυψάχνεις. Και δε νομίζω ότι έχει σημασία τι θα πάρεις, πόσα θα τα καταφέρεις, που θα καταλήξεις. Κανένας δε μετράει. Κανείς δε βαθμολογεί. Ο μόνος που κρατάει μετρο, και απαιτεί, είναι το εγώ μας. Ποιός έχει εξάλλου τα εχέγγυα για να κρίνει, ποια ζωή αξίζει και ποιά όχι. Και ο εσωτερικός κρίτης, ποιες φωνές ακούει, ποια κοινωνία και καταβολές γαλούχησαν τη κρίση του; Δεν υπάρχει κριτήριο καλή μου, οπότε δε μπορείς και να αξιολογήσεις και να βάλεις ένα βαθμό στη ζωή σου. Δεν δύνασαι. Βάζεις, και βάζω, αλλά είναι ένας βαθμός που δε σημαίνει τίποτα. Γιατί δε μπορεί να υπάρξει κριτήριο.
Εκεί που δουλεύω τώρα, δουλεύουν και καμιά εξηνταριά εργάτριες. Δουλειά σκληρή, άχαρη, με φωνές, το αφεντικό πάνω από το κεφάλι, και ένα συνεχή φόβο μη χαθεί η δουλειά. Μεροκάματο τριάντα ευρώ. Δε μπορεί ο σκοπός του ανθρώπου και το μεγάλο σχέδιο να είναι αυτό. Γιατί σε αυτές μοιράστηκαν τόσες δυσκολίες και σε μένα λιγότερες; Καλύτερη είμαι; Τάχθηκα για ανώτερα πράγματα; Πόσο, μα πόσο ματαιόδοξο και κενό από μέρους μου να απαιτώ οτιδήποτε περισσότερο από αυτές, και να βγαίνω και παραπονούμενη. Ύβρις. Δεν είμαι καλύτερη, τυχερή είμαι.
Αυτό που ζω, είναι η ζωή μου, αυτό που μου λαχε, να το κάνω ότι με φωτίσει, ότι να ναι. Δεν έχει σημασία. Δεν πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα.
Δεν είναι δύναμη φιλενάδα. Δεν είναι ούτε καν παραίτηση. Ούτε απλοποίηση. Ούτε μηδενισμός.
Μπορώ να υπάρχω σε αυτόν κόσμο κάνωντας το μικρότερο δυνατόν κακό στους γύρω μου και στο περιβάλλον μου; Μπορώ τουλάχιστον να χαρώ τα όσα λίγα κι αν είναι που μου μοίρασε η τύχη; Μπορώ να κάνω εν τέλει τη ζωή όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνη; Ε; Ε;
Ε, κι αν δε μπορώ, δεν έγινε και τίποτα.
Και σημείωσε. Είναι επώδυνη η ζωή, γιατί έχουμε ακόμη πράγματα να χάσουμε. Και έχουμε και όνειρα να χάσουμε. Και ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να κάνουμε τη δική τους ζωή πιο ευχάριστη.
Αλλιώς δε θα τανε τόσο επώδυνη. Και θα ταν ποιο εύκολο να "μεγαλουργήσουμε". Αλλά θα ήταν ελαφρώς πιο άδεια, με τα δικά μας τουλάχιστον μέτρα και σταθμά, δε νομίζεις;
Φιλάκια.
Έτσι είναι φιλενάδα, έτσι απλά. Σκληρό; Άδικο; Παράλογο; Φυσικά. Αλλά έτσι είναι. Ότι μας λάχει, αυτό είναι, αυτό ζούμε, αυτό είναι η ζωή μας, να το κάνουμε ότι μπορούμε. Να πάρουμε από αυτό ότι προλάβουμε, ότι μας κάτσει, ότι είναι. Πριν και μετά; Niente. Και αυτό που είναι, είναι αρκετό; Όχι. Άλλα δεν έχουμε και τίποτα άλλο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σχέδιο. οϋτε νόημα, ούτε σκοπός. Και όλα είναι απλά ένα τυχαίο γεγονός. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται, και βγάζουν κάτι παραπανήσιο. Ικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Κατάλληλες συγκυρίες; Ίσως, ίσως κι όχι. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται και τα κάνουν μαντάρα. Ανικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Οι συνθήκες; Θα θελα, γιατί στους τελευταίους μάλλον ανήκω, αλλά δε νομίζω. Το όλον είναι απλά μια ωδή στη κυριαρχία της τυχαιότητας. Δεν έχει σημασία εξάλλου να το πολυψάχνεις. Και δε νομίζω ότι έχει σημασία τι θα πάρεις, πόσα θα τα καταφέρεις, που θα καταλήξεις. Κανένας δε μετράει. Κανείς δε βαθμολογεί. Ο μόνος που κρατάει μετρο, και απαιτεί, είναι το εγώ μας. Ποιός έχει εξάλλου τα εχέγγυα για να κρίνει, ποια ζωή αξίζει και ποιά όχι. Και ο εσωτερικός κρίτης, ποιες φωνές ακούει, ποια κοινωνία και καταβολές γαλούχησαν τη κρίση του; Δεν υπάρχει κριτήριο καλή μου, οπότε δε μπορείς και να αξιολογήσεις και να βάλεις ένα βαθμό στη ζωή σου. Δεν δύνασαι. Βάζεις, και βάζω, αλλά είναι ένας βαθμός που δε σημαίνει τίποτα. Γιατί δε μπορεί να υπάρξει κριτήριο.
Εκεί που δουλεύω τώρα, δουλεύουν και καμιά εξηνταριά εργάτριες. Δουλειά σκληρή, άχαρη, με φωνές, το αφεντικό πάνω από το κεφάλι, και ένα συνεχή φόβο μη χαθεί η δουλειά. Μεροκάματο τριάντα ευρώ. Δε μπορεί ο σκοπός του ανθρώπου και το μεγάλο σχέδιο να είναι αυτό. Γιατί σε αυτές μοιράστηκαν τόσες δυσκολίες και σε μένα λιγότερες; Καλύτερη είμαι; Τάχθηκα για ανώτερα πράγματα; Πόσο, μα πόσο ματαιόδοξο και κενό από μέρους μου να απαιτώ οτιδήποτε περισσότερο από αυτές, και να βγαίνω και παραπονούμενη. Ύβρις. Δεν είμαι καλύτερη, τυχερή είμαι.
Αυτό που ζω, είναι η ζωή μου, αυτό που μου λαχε, να το κάνω ότι με φωτίσει, ότι να ναι. Δεν έχει σημασία. Δεν πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα.
Δεν είναι δύναμη φιλενάδα. Δεν είναι ούτε καν παραίτηση. Ούτε απλοποίηση. Ούτε μηδενισμός.
Μπορώ να υπάρχω σε αυτόν κόσμο κάνωντας το μικρότερο δυνατόν κακό στους γύρω μου και στο περιβάλλον μου; Μπορώ τουλάχιστον να χαρώ τα όσα λίγα κι αν είναι που μου μοίρασε η τύχη; Μπορώ να κάνω εν τέλει τη ζωή όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνη; Ε; Ε;
Ε, κι αν δε μπορώ, δεν έγινε και τίποτα.
Και σημείωσε. Είναι επώδυνη η ζωή, γιατί έχουμε ακόμη πράγματα να χάσουμε. Και έχουμε και όνειρα να χάσουμε. Και ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να κάνουμε τη δική τους ζωή πιο ευχάριστη.
Αλλιώς δε θα τανε τόσο επώδυνη. Και θα ταν ποιο εύκολο να "μεγαλουργήσουμε". Αλλά θα ήταν ελαφρώς πιο άδεια, με τα δικά μας τουλάχιστον μέτρα και σταθμά, δε νομίζεις;
Φιλάκια.
Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2011
Στο πλευρό του ανώφελου... και γιατί όχι;
Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι) του Κώστα Βάρναλη
Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»
Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
δημοσιευμένο το 1927 παρακαλώ.
Σημειωτέον, μεγάλωσα στη σκιά του, πιθανότατα του χρωστώ τη γλώσσα μου, αλλά ακριβώς; μα ακριβώς.
Και μετά, είναι κι αυτό
Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
―έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.
Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.
―έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.
Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.
Αφορμή φωτογραφίες στο φατσοβιβλίο από περσινή συνάντηση/reunion. Θυμήθηκα αυθόρμητα το πρώτο ποίημα και μελαγχόλησα.
Ψάχνωντας να το βρω στο ιντερνέτ, έπεσα τυχαία πάνω στο δεύτερο, και παραδόξως, ξε-μελαγχόλησα.
Γιατί εγώ, ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά του κονιάκ από το brandy, γευστικά εννοώ, είτε το ένα μου δώσεις είτε το άλλο, την ίδια ευχαρίστηση λαμβάνω, ούτε φυσικά καταλαβαίνω τη διαφορά των εφτά, πέντε και τριών αστέρων. Και εκεί την ίδια ευχαρίστηση λαμβάνω. Οπότε και το μηδέν μια χαρά. Μου κάνει.
Άσε που τη θάλασσα την κουβαλώ πάντα μέσα μου. Και η δικιά μου θάλασσα δεν είναι ούτε χαρούμενη, ούτε λυπημένη, απλά είναι. Και σε όποιον αρέσει.
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 28, 2011
Η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ρθει
Να μαστε πάλι εδώ... Στη ξενιτειά. Εδώ κι ένα μήνα άρχισα να δουλεύω ξανά, δουλειά στην Αθήνα δε βρήκα, βρήκα σε μια υπέροχη παραθαλάσσια πόλη, που μου θυμίζει την άλλη μου αγαπημένη πατρίδα, το Southampton, μέχρι και την ίδια υγρασία έχουν, κι έτσι ένα μήνα τώρα κινούμαι σε δύο ταμπλό. Μόνη, κατάμονη, γιατί εδώ δε ξέρω ψυχή, και μετά, με άντρα και παιδί, και φίλους και υποχρεώσεις. (Έχω δει τόση τηλέοραση όση δεν είδα τα τελευταία δέκα χρόνια, που λέει ο λόγος. Κάτι να βουίζει, γιατί ειδάλως θα τρελαθώ από την τόση ησυχία. Για ραδιόφωνο δε το συζητάμε, το γαβ γαβ είναι η μόνη επιλογή, όσο για το ιντερνέτ, περιορισμένη πρόσβαση προς το παρόν, οπότε πάει και το ιντερνετικό ραδιοφωνάκι.)
Το τελευταίο ΣΚ ήταν λίγο περίεργο, κάτι το παιδί που είχε τις δικές του ασχολίες και με μένα δεν ασχολήθηκε, κάτι που τα βάλαμε κάτω και βλέπουμε ότι τα νούμερα δε βγαίνουν, κάτι που η δουλειά είναι σκατένια και κακοπληρωμένη, κάτι που εδώ γενικά η ανεργεία είναι ανεβασμένη οπότε ούτως ή άλλως ο καλός μου δε θα μπορέσει να βρει εδώ δουλειά, κάτι οι υποχρεώσεις του ΣΚ και της πόλης, κάτι που χω να παώ θέατρο δύο εβδομάδες, γενικώς ένα κάτι, και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι όλο αυτό το λούκι είναι απλά μια μεταβατική κατάσταση, ότι δε μπήκα ακόμη σε φάση χτίζω παρόν και μέλλον, απλά διαχειρίζομαι το παρόν με όσο το δυνατόν λιγότερη ζημιά, damage control, που λένε, με προφορά παρακαλώ, γιατι αλλιώς θα μας πάρει από κάτω. Τουλάχιστον δε βουλιάζω με τους γοργούς ρυθμούς που βούλιαζα. Κάτι είναι κι αυτό. Μια αρχή.
Και όλη αυτή η γκρινίτιδα μου βγήκε το ΣΚ κάπως υπόκωφα και εκνευριστικά υπόγεια για όποιον είχε τη τιμή να με απαντήσει.
Ο Ιάσων πάντως ο σοφότερος από όλους. "Η ζωή δεν είναι πάντα δικαιη μαμά, έτσι είναι η ζωή μαμά μερικές φορές, άδικη, αυτό είναι ζωή". Το ξέρω, δε το ξέρω; το ξέρω, απλά αρνούμαι να το αποδεχτώ, ενώ αυτός δε χαλάει τη ζαχαρένια του, χέστηκε εν ολίγοις, αυτό είναι ζώη, ξεκόλλα, πάμε για άλλα. Εδώ κι ένα χρόνο είναι ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά του, η οποία τον φτύνει ασύστολα. Το τι αυτοκόλλητα τις έχει χαρίσει, κι αυτή τα επιστρέφει, τι γλυφιτζούρια (σε ένα από αυτά δεν αντιστάθηκε, τα υπόλοιπα επεστράφησαν πάραυτα) μέχρι κι ένα λούτρινο ζωάκι (ναι, ναι και αυτό επεστράφει). Και συνεχίζει απτόητος. Τις γράφει ραβασάκια και της τα βάζει στη τσάντα, αυτή τα πετάει στα σκουπίδια. Και αυτός επιμένει. Αχ, αγόρι μου σκέφτομαι, στα χνάρια της μάνας σου, εκεί να επιμένει σε ανεκπλήρωτους έρωτες και να υποφέρει. Τι είπατε; Υποφέρει; Όχι για τον Ιάσων. Πόνος μηδέν. Αίσθημα απόρριψης; μηδέν. Ακινητοποίηση και συνεχής σκέψη του κοριτσακίου; Α πα πα πα. Έχει μια αντιμετώπιση του στυλ: Εγώ θέλω και της το δηλώνω. Αυτή απλά δε θέλει. Τώρα. Ίσως αλλάξει γνώμη. Εγώ θα μαι εκεί αν αλλάξει γνώμη. Αν αυτό συμβεί τέλεια, αν όχι χέστηκα. ' Είδατε το νιάνιαρο. Εγώ σαράντα χρονών γαιδούρα, αυτό δεν το χω.
Πάμε για άλλα λοιπόν το τέκνο, κι εγώ να κλωθογυρίζω.
Με ένα παιδί στη δουλειά, είχαμε μια συζήτηση, περισσότερο κύρηγμα από μέρους μου ήταν, του λεγα να ναι πιο προσεκτικός, τώρα χτίζει το μέλλον του. Μου λέει, ποιό μέλλον, και το παρόν; το παρόν είναι εδώ. Του λέω, δυστυχώς, το μέλλον έρχεται γρηγορότερα από ότι θα θέλαμε. Πριν καλά καλά το καταλάβεις, το μέλλον είναι εδώ. Το μέλλον είναι το παρόν, και το γαμημένο το παρελθόν, όσο και να θέλεις να το διαγράψεις, είναι κι αυτό εδώ, μέσω των συνεπειών του, είναι κι αυτό εδώ. Και το παρόν, που είναι πιά παρελθόν, σου στοιχειώνει το μέλλον. Δε μπορείς να ξεφύγεις, ούτε από το παρελθόν, ούτε από το μέλλον, ούτε καν από το παρόν. Όλα ένα κουβάρι, και πως να το ξεμπερδέψεις, δε γίνεται. Ακροβατείς και προσπαθείς να βρεις τις ισορροποίες.
Και για μένα η πιο δύσκολη ισορροπία από όλες, να καταλάβω ποιό ήταν το μάθημα που μου έδωσε το παρελθόν, γιατί από ότι βλέπω το μάθημα δεν το χω καταλάβει ακόμη, αυτά που ζω δείχνουν πολύ οικεία, το έργο το χω ξαναδεί, και ψάχνω εναγωνίως, να βρώ το μάθημα, να καταλάβω, να περάσω τις εξετάσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται, γιατί τη τελευταία φορά τη πλήρωσα πολύ άσχημα, και χειρότερα δε θα τα αντέξω. Αν βλέπει κανείς ποιό είναι το μάθημα, θα εκτιμούσα το σκονάκι...
Αυτά για τώρα, πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να αποκοιμηθεί, γιατί ανεξαρτήτως, το εγερτήριο θα ρθει με το χάραμα. Και το χάραμα θα φέρει τη διαχείριση του παρόντος και την αναμονή του τέλους της μέρας. Άλλη μια μέρα σπρωγμένη, άλλη μια μέρα που επεπλευσα, μια μέρα πιο κοντά στο μέλλον που περιμένω να ρθει και με συναντά διαρκώς. Και στο επομένο ΣΚ, που θα μου δώσει αυτή τη φορά μια πρόγευση αυτού που περιμένω. Για αυτό είμαι σίγουρη τουλάχιστον.
Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2011
η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
Τις τελευταίες μέρες, σε συζητήσεις με ανθρώπους του κύκλου μου, επανερχόμαστε ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα. Κι εγώ επιμένω, ξανά και ξανά στην ίδια κατάληξη. Το επιχείρημα των άλλων πάει πάντα κάπως έτσι: Όταν οι άλλοι τα έχουν πάρει, κάνουν τόσες λαμογιές; δεν τηρούν τους νόμους, δεν, δεν δεν, εγώ γιατί να κάνω διαφορετικά, μαλάκας είμαι; Τόσο πολύ εκνευρίζομαι που καταλήγω να το φωνάζω. ΠΡΟΤΙΜΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΠΑΡΑΒΩ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΜΟΥ
Το αποφάσισα πολύ πολύ νέα, και το υποστηρίζω ακράδαντα: θέλω να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, περισσότερο τώρα από ποτέ, τώρα που μεγαλώνω παιδί. Το μόνο που μπορώ να διαφυλάξω είναι οι αρχές μου. Και το μόνο που μπορώ να τιμήσω. Κι ας μένω πάντα μαλάκας. Και η αλήθεια είναι ότι όσο δούλευα και μπορούσα να τροφοδοτώ αυτή μου τη διαστροφή, με πείραζε βέβαια να είμαι πάντα ο μαλάκας της υποθέσεως, αλλά το πάλευα.
Μια από τς αρχές μου είναι η τήρηση των νόμων. Όσο θεωρώ ότι ζω σε δημοκρατία, και το θεωρώ, θα τηρώ τους νόμους, ακόμη κι αυτούς που δε συμφωνώ, κι αυτούς που είναι άδικοι και κατάφωρα αντιδημοκρατικοί. Γιατί δε θεωρώ τον εαυτό μου υπεράνω, και ποια είμαι εγώ για να κρίνει, ποιο νόμο θα ακολουθήσω και ποιο όχι. Η αρχή της αρμονικής συμβίωσης είναι ο σεβασμός προς τους άλλους, τον οποίο τον δείχνουμε, τηρώντας τους κανόνες που έχουμε συναποφασίσει. Σε μια δημοκρατία οι κανόνες αυτοί είναι οι νόμοι. Όταν αποφασίσω ότι δε ζω πια σε δημοκρατία, θα επαναστατήσω, και θα είμαι διατεθειμένη να τα χάσω όλα για να έλθει πίσω η δημοκρατία. Αυτή τη στιγμή έχουμε ακόμη δημοκρατία και η ανυπακοή για μένα δεν συνάδει. Προσωπικές απόψεις.
Και φυσικά παρακολουθώ αρκετούς να παραβαίνουν τους νόμους, κι αυτό που δυστυχώς δεν με εκπλήσσει, είναι που όποιοι τους παραβαίνουν, το κάνουν με μια άνεση, με μια φυσικότητα, με μια αυθάδεια, γιατί ξέρουν ότι δε θα έχουν καμία συνέπεια. Και εγώ μένω μαλάκας μπροστά στους γνωστούς μου που χρησιμοποιούν το επαγγελματικό αυτοκίνητο για τις βόλτες τους και τα ταξίδια τους, στον μπροστινό στα διόδια που περνάει χωρίς να πληρώσει, στους συνεπιβάτες στα λεωφορεία που δε χτυπάνε εισιτήριο, κι εγώ ο μαλάκας θα πληρώνω τώρα 40% περισσότερο, το τσιγάρο που καπνίζουν μέσα στη ταβέρνα κι εγώ πεθαίνω για ένα τσιγάρο κι ούτε έξω δε μπορώ να βγω, πόσο γελοίο, όλοι να καπνίζουν μέσα κι εσύ να βγαίνεις έξω; οπότε μένω άκαπνη να υποφέρω, κι άλλα, κι άλλα... Δε μιλώ για τα μεγάλα κόλπα, αυτά είναι σε άλλους κύκλους, δεν είναι στη καθημερινότητά μου. Για τη καθημερινότητά μου μιλάω, που έρχομαι συνεχώς αντιμέτωπη με την επιλογή, αρχές ή πάλι μαλάκας; και επιλέγω μαλάκας. Πριν κανά διβδόμαδο, συζητώντας με συγγενή για την ανεργία μου, λέει "Κάποιο από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ; αυτό για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα;" "Ναι, λέω, θα μπορούσα, αν ήμουν άνεργη για τον ΟΑΕΔ, αλλά σα μηχανικός, δεν νοούμαι άνεργη, παρά μόνο αν με έχουν απολύσει" "Ε, και γιατί δε κάνεις μια εικονική πρόσληψη με κάποιο γνωστό για δύο τρεις μήνες;" Προφανές, πως δεν το σκέφτηκα; ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟ, ΝΑ ΓΙΑΤΙ. Λες και δεν ήρθα αντιμέτωπη με τη σκέψη χιλιάδες φορές, και κάθε φορά που πήγα σε συνέντευξη και δε με πρόσλαβαν. "Ε, καλά, μου απαντάει, είσαι μαλάκας." ΤΟ ΞΕΡΩ! Το επιλέγω. Όσο έχω τη δύναμη ακόμη, όσο αντέχω. Αλλά ο κλοιός στενεύει, τα δάνεια ανεβαίνουν, και φοβάμαι, φοβάμαι ότι κάποια στιγμή, δε θα αντέξω, και δε θα μπορώ πια να επιλέγω να μαι μαλάκας. Όταν θα κινδυνεύει η στέγη του παιδιού μου; εκεί να με δω.
Όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, στο λόγο του ο Παπανδρέου, είπε "ευνομία, δικαιοσύνη, αλλυλεγγύη, ανθρωπιά" και αφέθηκα να ελπίσω. Όχι όλα, μόνο την ευνομία παρακαλώ, αυτή μου αρκεί. Πριν λίγες μέρες ξαναμίλησε για τήρηση των κανόνων. Αυτή τη φορά δεν αφήνομαι να ελπίσω. Μακάρι να το καταφέρει, μακάρι, κι ας το κάνει ερήμην της ελπίδας μου.
Αλλά, αλλά... μια μικρή αχτίδα ελπίδας διαφαίνεται για μένα προσωπικά, και τη δυνατότητα μου να συνεχίσω να είμαι μαλάκας. Βρήκα δουλειά! Και άμα πάει καλά, και καταφέρω να τη κρατήσω αυτή τη δουλειά, ναι, ναι, θα συνεχίσω να είμαι μαλάκας! YUPI!!!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)