Παρέλαση. Τα παιδιά περνάνε μπροστά μας. Κορίτσια λεβέντικα, περπάτημα περήφανο. Αγόρια έφηβα, μουρόχαβλα. Δεν άλλαξε και τίποτα από τις μέρες μου. Κάνω μια έτσι, και καμαρώνω κάτι κοριτσάρες, δεκάξι, δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, να βαράνε τα τύμπανα, το κεφάλι ψηλά, και με πιάνουν τα κλάματα. Που να κρυφτώ, να μη με πάρουνε χαμπάρι. Πρώτη σκέψη δε πάω καθόλου καλά. Μόνο για λίγο. Δεύτερη σκέψη, απόλυτη επίγνωση του γιατί βούρκωσα, και τιμή μου και καμάρι μου. Μια χαρά πάω. Όσο μπορώ ακόμη να πληγώνομαι και να ντρέπομαι κοιτάζοντας αυτά τα παιδιά, το παρελθόν, το κάποτε μέλλον μου, το μέλλον τους, και να πονάω, μια χαρά πάω.
Λέει σήμερα, ο χριστιανισμός γιορτάζει την εξύψωση του ανθρώπου. Η Πατρίδα, το ότι αναγεννήθηκε, και σχηματίστηκε. Κάποτε.
Ο γιος μου ότι δεν έχει διάβασμα.
Εγώ, το ότι ακόμη έχω πράγματα να χάσω.
*Ο τίτλος από άρθρο του Μάνου Στεφανίδη, από το οποίο μόνο αυτή η φράση μου μίλησε, αλλά μου μίλησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου