Πριν 15 χρόνια, μπήκα σε ένα δωμάτιο μινιατούρα, με ένα κρεββάτι μινιατούρα, με χαμηλό ταβάνι και είσαμε 60 εκατοστά γύρω γύρω από το κρεββάτι. Ήταν το δωμάτιο της εστίας στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Άφησα τις δύο βαλίτσες μου, έκατσα στο κρεββάτι και έκλαψα.
Σήμερα, μπήκα σε ένα δυαράκι, πανάθλιο και πανβρώμικο, με σιχαμένα έπιπλα, με ένα μπαλκόνι είσαμε 30 εκατοστά. Ο καλός μου και ο Ιάσονας ανέβασαν μια αυτοκινητιά πράγματα, συνέφερα δύο ντουλάπια και τα χωσα μέσα, μέσα στον εκνευρισμό μαλώναμε όλη μέρα. Όταν έφυγαν για την Αθήνα, ξάπλωσα στο κρεββάτι, ταβανοσκόπησα και έκλαψα. Ακόμα κλαίω.
Δεκαπέντα χρόνια, μία, δύο, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ, εννέα, δέκα, έντεκα μετακομίσεις μετά. Και όπως μέτραγα κάθε σπίτι και αθλιότητα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου.
Σύντομα θα υπάρξει και δωδέκατη. Κάνε εκείνη να ναι καλή. Κουράστηκα πιά. Κουράστηκα.
Κυριακή, Μαΐου 29, 2011
Κυριακή, Μαΐου 01, 2011
αλλιώτικη μέρα
Αλλιώτικη μέρα; Όχι. Όχι. Τελικά όχι.
Γυρίζοντας σήμερα το απόγευμα στη νέα μου πατρίδα (απ' ότι φαίνεται, αλλά ποιός ξέρει τι θα φέρει η κάποια μέρα, ε;) ήμουνα πολύ τυχερή. Με συντρόφεψε στο ραδιόφωνο μια παρουσιάση ενός cd της Τσανακλίδου από τις ζωντανές εμφανίσεις της στο Μετρό. Τη λατρεύω. Σκεφτόμουν αυτή, τη Παπαδόδημα, το τρίφωνο, τη Κάτια Γέρου, το Θαλασσινό, τη Λαζαρίδου, τον πρόσφατα φευγάτο Παπάζογλου, τον Χορν, τη Λαμπέτη κι άλλους κι άλλους κι άλλους, το ανεψουδι μου που χα τη τύχη να δω σήμερα το πρωί και να το σφίξω στην αγκαλιά μου (μα τι βλέμμα είναι αυτό), εννοείται ΤΟΝ ΓΙΟ μου, τη φιλέναδα μου στην αγγλία που μαθα νέα της μετά από πολύ καιρό, και άλλους, πολλούς άλλους (τρεις ώρες οδήγηση είναι αυτή χωράει πολλές πολλές σκέψεις), πλάσματα αγγελικά πλασμένα που γλυκαίνουν τη δική μου τη ζωή, ότι κι αν είναι αυτή. Και πάνω σε σκέψεις οικογενειακές, και σχέδια που τολμάμε να κάνουμε, και ελπίδες που τολμάμε να αρθρώνουμε, πως ίσως, ίσως, ίσως, λες να συμβεί, ίσως και να συμβεί, να μπορέσουμε ξανά να σταθούμε στα πόδια μας, τρεμάμενα ναι, αλλά μπορεί και να μας κρατήσουν, ίσως, καινούργιος μήνας, καινούργια εβδομάδα, καινούργια μέρα αύριο, πάνω σε τέτοιες σκέψεις, έρχεται και το τραγούδι της Τσανακλίδου, και λέω ναι αύριο θα ξυπνήσω το πρωί, κεφάτη, θα τη διώξω τη κωλογκρίνια, θα κάνω τα μάτια μου λουστρίνια, θα πάρω τη ζωή μου από την αρχή. Κάθε μέρα αυτό δε κάνω εξάλλου; Κάθε μέρα σηκώνομαι ξανά και κάνω μια μικρή αρχή. Πως το λένε οι κινέζοι; ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων αρχίζει με το πρώτο βήμα. Ή κάπως έτσι τελοςπάντων, το πίάσατε το νόημα. Κάθε μέρα μια αρχή. Κάθε στιγμή μια άνασα, βαθιά, πολύ βαθιά, και πάμε πάλι, ξανά, από την αρχή. Βήμα βήμα. Ενιότε προς τα πίσω. Πάω. Περπατάω. Παραπατάω. Όσο μπορώ με μάτια λουστρίνια. Και συνέχισα το ταξίδι προς τη νέα μου πατρίδα, μαζί με όλες τις άλλες τις σκέψεις και τις επόμενες μουσικές, μέσα εκεί στο κουβάρι και οι στίχοι του αλλιώτικη μέρα. Να αγαπώ κι έμενα. Φυσικά. Όλα τα άλλα εύκολο, εμένα το παλεύω. Τη κερδίζουμε αυτή τη μάχη, αμ πως. Κάποια στιγμή έφτασα. Μίλησα με τις αγάπες μου στο τηλέφωνο. Μικρή μελαγχολία. Θα τους ξαναδώ σε δεκαπέντε μέρες. Δε πειράζει. Κι αυτό θα περάσει. Μαζί με τις μικρές αρχές και πολλοί μικροί θάνατοι. Η ζωή δεν είναι μόνο μια σειρά από μικρούς θανάτους. Είναι και μια σειρά από μικρές αρχές. Γράψε λάθος. Ένα κουβάρι από μικρούς θανάτους, μικρές αρχές, μεγάλες αρχές και μεγάλους θανάτους. Ευτυχώς για όλα. Όλο το κουβάρι το θέλω. Δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι το δικό μου κουβάρι. Και είναι όλα μέσα εκεί συγχρόνως. Η σκέψη μου πετάει από το τώρα και τη φωνή του, σε παλιούς αγαπημένους, και σε σκηνές του μελλοντος, και όχι, αυτά που αγάπησα τα αγαπώ ακόμη, δε σβήνουν τα συναισθήματα, και αυτά που μίσησα φυσικά τα μισώ ακόμη, αλλά αυτά δε τα σκέφτομαι συχνά, μόνο αυτά που αγάπησα και τα άφησα, τα μέρη, τις καταστάσεις, και τους ανθρώπους, αχ τους ανθρώπους. Α ναι, με πήρε τηλεφωνο και άλλη μια φίλη από τα παλιά, με αφορμή τη γιορτή του Ιάσονα, και ναι, ναι, μπορεί να μη κρατάω επαφή, είμαι τόσο χάλια στο να κρατάω επαφή, όταν οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν, χωρίζουν, δεν έχει νόημα να παλεύεις να χτίζεις αυτές τις τεράστιες κουραστικές γέφυρες, αλλά η αγάπη μένει, οι άνθρωποι μένουν μέσα στην καρδιά μου, πάντα μέσα στη καρδιά μου, και πάντα τους σκέφτομαι, και τους νοσταλγώ, και θα θελα οι δρόμοι μας να μην είχαν χωρίσει, αλλά έτσι είναι, η μέρα, η κάποια μέρα φέρνει ότι είναι να φέρει και οι δρόμοι χωρίζουν, οι καρδιές όμως δεν αδειάζουν, η δικιά μου τουλάχιστον. Κι έτσι, μέσα σε όλο αυτό, έπεσα στις βόλτες μου στο ίντερνετ πάνω σε κάτι πολύ πολύ μακρινό, αναμνήσεις από την εφηβεία μου, τότε που ονειρευόμουν ότι θα γίνω κλασσική κιθαρίστρια, και είχε βγεί, για μια χρονιά μόνο, ένα περιοδικό, το TAR, και μετά σταμάτησε, γιατί φυσικά πως να συντηρήσει το κοινό της κλασσικής κιθάρας ένα τόσο εξειδικευμένο περιοδικό, το οποίο ήταν εκπληκτική δουλειά, και τα έχω τα τεύχη στη βιβλιοθήκη μου σε περίοπτη θέση, τα φέρω τιμητικά, μαρτυρία του τι ήμουνα, υπενθύμιση του πρώτου ονείρου που εγκατέλειψα, που μάλλον ήταν και το μεγαλύτερο, απόδειξη του πόσο λίγη ήμουνα για τα όνειρά μου, αλλά και πόσο πολύ είμαι που τουλάχιστον τα έκανα, και κάνω ακόμη, άσε πάλι πλαγιοδρόμησα, έπεσα λοιπόν πάνω, στην νέα, ηλεκτρονική του έκδοση (http://www.tar-radio.com/), και από εκείνη τη στιγμή ακούω κιθαριστικές μελωδίες, θυμάμαι όλες εκείνες τις συναυλίες που πήγα, εννοείται τον δάσκαλο μου, τι να κάνεις άραγε βρε Στέφανε, πόσο πολύ σε αγάπησα και σένα, και εννοείται είσαι ακόμη μεσα στην καρδιά μου, ανεκπλήρωτοι έρωτες, εκπληρωμένοι έρωτες, φιλίες, συγγενείς που αγαπώ να μίσω, και συγγενείς που απλά αγαπώ, μεγάλο σόι, στιγμές, στιγμές, στιγμές, και αιωνιότητες, γιατί οι στιγμές είναι συνεχεια εκεί, μέσα μου, να διαρκούν, να παίζονται ξανά και ξανά και ξανά. Δε νομίζω ότι υπάρχει στιγμή άξια προσοχής που να καταφέρνει να παραμένει στιγμή, και φυσικά με τίποτα δεν καταφέρνει να παραμείνει ακέραιη, επαναλαμβάνεται μεταλλασόμενη, και από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Να μια στιγμή, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές μέσα στο κεφάλι μου, μόλις άλλη μία. Τον Στέφανο τον αγαπούσα με πάθος από τα δεκατέσσερα μου μέχρι τα δεκαεφτά μου. Η μη ανταπόκριση στον έρωτα μου, οι πανελλήνιες, το ωδείο που κλεισε, η τεμπελιά μου και ένας νέος έρωτας, οδήγησαν το δρόμο μου να χωρίσει από τον δικό του. Στα δεκαεννιά μου, συναντηθήκαμε ξανά. Δε θυμάμαι πως. Θυμάμαι ότι είχε έρθει σπίτι μου, θυμάμαι ότι είχα ντυθεί προκλητικά, θυμάμαι ότι ήταν μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα. Θυμάμαι αυτό το ένα φιλί που μου έδωσε. Κι εγώ φοβήθηκα ότι θα ξαναπάθω κόλλημα μαζί του και το σταμάτησα εκεί. Αυτό το φιλί, με τον ήλιο να πέφτει πάνω στα πρόσωπα μας, αυτή είναι μια τέτοια στιγμή. Άραγε στο δικό του κεφάλι υπήρξε ποτέ επανάληψη. Και αν θυμάται, τι ακριβώς θυμάται; οεο; Και να άλλη μία στιγμή. Άλλος ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Νώντας. Μέσα σε μια σπηλιά, σε εκδρομή της ΕΣΕ, βρίσκει κάτι όμορφες άσπρες πέτρες. Σηκώνει μία και μου τη προσφέρει. Δε θυμάμαι τι μου είπε. Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα του και το χέρι που προσφέρει,επαναλαβμανόμενη σκηνή μέσα στο κεφάλι μου, ειδικά το τελευταίο καιρό, γιατί τυχαίνει η νέα μου πατρίδα να ναι σε απόσταση αναπνοής από εκείνη την σπηλιά! Παρεπιμπτόντως, τη πέτρα τη κουβάλουσα πάνω μου συνέχεια, για περίπου δύο χρόνια, όπου την έχασα, τι ειρωνία μέσα σε μιά άλλη σπηλιά, και ήμουνα απαρηγόρητη. Να άλλη μια στιγμή. Ο θόρυβος που έκανε η πέτρα όταν έφυγε από πάνω μου, εγώ κρεμασμένη σε ένα σχοινί, και χτύπησε το πάτο της σπηλιάς. Ακόμη εκωφαντικός είναι. Πως ξέφυγα πάλι έτσι... Από πλάσματα αγγελικά πλασμένα και αλλιώτικές μέρες έφτασα εδώ. Πίσω στο τραγούδι λοιπόν, και στην άρνηση μου. Το κόσμο λοιπόν τον μέτρησα πολλές φορές, θα τον μετρήσω άλλες τόσες, μέσα στα απλά είναι τα ωραία, φυσικά, ζωή απλή και ωραία δε λέω πάντα, (κι ας είναι η ζωή και άλλα πολλά, ο καθένας επιλέγει αυτά που αντέχει) αλλά, αλλά, δε μπορώ να είμαι άστρο που γιαλίζει μέσα σε ανθρωπάκια σκοτεινά ρε γαμώτο, δε μπορούμε να μαστε όλοι λαμπεροί; oh pretty pretty please? Εγώ δε γυαλίζω εξάλλου από μόνη μου, δεν είμαι αυτόφωτο, είμαι καθρέφτης, των ανθρώπων και των στιγμών που χω στη καρδιά μου. Κι αν γυάλιζα σήμερα ήταν γιατί ήμουνα με την οικογενεια μου, ηλιόλουστη μέρα με καφέ. και μετά είδα το ανεψούδι μου (αυτό είναι αυτόφωτο!). Τι καλό που κάνει ένας καφές!
Γυρίζοντας σήμερα το απόγευμα στη νέα μου πατρίδα (απ' ότι φαίνεται, αλλά ποιός ξέρει τι θα φέρει η κάποια μέρα, ε;) ήμουνα πολύ τυχερή. Με συντρόφεψε στο ραδιόφωνο μια παρουσιάση ενός cd της Τσανακλίδου από τις ζωντανές εμφανίσεις της στο Μετρό. Τη λατρεύω. Σκεφτόμουν αυτή, τη Παπαδόδημα, το τρίφωνο, τη Κάτια Γέρου, το Θαλασσινό, τη Λαζαρίδου, τον πρόσφατα φευγάτο Παπάζογλου, τον Χορν, τη Λαμπέτη κι άλλους κι άλλους κι άλλους, το ανεψουδι μου που χα τη τύχη να δω σήμερα το πρωί και να το σφίξω στην αγκαλιά μου (μα τι βλέμμα είναι αυτό), εννοείται ΤΟΝ ΓΙΟ μου, τη φιλέναδα μου στην αγγλία που μαθα νέα της μετά από πολύ καιρό, και άλλους, πολλούς άλλους (τρεις ώρες οδήγηση είναι αυτή χωράει πολλές πολλές σκέψεις), πλάσματα αγγελικά πλασμένα που γλυκαίνουν τη δική μου τη ζωή, ότι κι αν είναι αυτή. Και πάνω σε σκέψεις οικογενειακές, και σχέδια που τολμάμε να κάνουμε, και ελπίδες που τολμάμε να αρθρώνουμε, πως ίσως, ίσως, ίσως, λες να συμβεί, ίσως και να συμβεί, να μπορέσουμε ξανά να σταθούμε στα πόδια μας, τρεμάμενα ναι, αλλά μπορεί και να μας κρατήσουν, ίσως, καινούργιος μήνας, καινούργια εβδομάδα, καινούργια μέρα αύριο, πάνω σε τέτοιες σκέψεις, έρχεται και το τραγούδι της Τσανακλίδου, και λέω ναι αύριο θα ξυπνήσω το πρωί, κεφάτη, θα τη διώξω τη κωλογκρίνια, θα κάνω τα μάτια μου λουστρίνια, θα πάρω τη ζωή μου από την αρχή. Κάθε μέρα αυτό δε κάνω εξάλλου; Κάθε μέρα σηκώνομαι ξανά και κάνω μια μικρή αρχή. Πως το λένε οι κινέζοι; ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων αρχίζει με το πρώτο βήμα. Ή κάπως έτσι τελοςπάντων, το πίάσατε το νόημα. Κάθε μέρα μια αρχή. Κάθε στιγμή μια άνασα, βαθιά, πολύ βαθιά, και πάμε πάλι, ξανά, από την αρχή. Βήμα βήμα. Ενιότε προς τα πίσω. Πάω. Περπατάω. Παραπατάω. Όσο μπορώ με μάτια λουστρίνια. Και συνέχισα το ταξίδι προς τη νέα μου πατρίδα, μαζί με όλες τις άλλες τις σκέψεις και τις επόμενες μουσικές, μέσα εκεί στο κουβάρι και οι στίχοι του αλλιώτικη μέρα. Να αγαπώ κι έμενα. Φυσικά. Όλα τα άλλα εύκολο, εμένα το παλεύω. Τη κερδίζουμε αυτή τη μάχη, αμ πως. Κάποια στιγμή έφτασα. Μίλησα με τις αγάπες μου στο τηλέφωνο. Μικρή μελαγχολία. Θα τους ξαναδώ σε δεκαπέντε μέρες. Δε πειράζει. Κι αυτό θα περάσει. Μαζί με τις μικρές αρχές και πολλοί μικροί θάνατοι. Η ζωή δεν είναι μόνο μια σειρά από μικρούς θανάτους. Είναι και μια σειρά από μικρές αρχές. Γράψε λάθος. Ένα κουβάρι από μικρούς θανάτους, μικρές αρχές, μεγάλες αρχές και μεγάλους θανάτους. Ευτυχώς για όλα. Όλο το κουβάρι το θέλω. Δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι το δικό μου κουβάρι. Και είναι όλα μέσα εκεί συγχρόνως. Η σκέψη μου πετάει από το τώρα και τη φωνή του, σε παλιούς αγαπημένους, και σε σκηνές του μελλοντος, και όχι, αυτά που αγάπησα τα αγαπώ ακόμη, δε σβήνουν τα συναισθήματα, και αυτά που μίσησα φυσικά τα μισώ ακόμη, αλλά αυτά δε τα σκέφτομαι συχνά, μόνο αυτά που αγάπησα και τα άφησα, τα μέρη, τις καταστάσεις, και τους ανθρώπους, αχ τους ανθρώπους. Α ναι, με πήρε τηλεφωνο και άλλη μια φίλη από τα παλιά, με αφορμή τη γιορτή του Ιάσονα, και ναι, ναι, μπορεί να μη κρατάω επαφή, είμαι τόσο χάλια στο να κρατάω επαφή, όταν οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν, χωρίζουν, δεν έχει νόημα να παλεύεις να χτίζεις αυτές τις τεράστιες κουραστικές γέφυρες, αλλά η αγάπη μένει, οι άνθρωποι μένουν μέσα στην καρδιά μου, πάντα μέσα στη καρδιά μου, και πάντα τους σκέφτομαι, και τους νοσταλγώ, και θα θελα οι δρόμοι μας να μην είχαν χωρίσει, αλλά έτσι είναι, η μέρα, η κάποια μέρα φέρνει ότι είναι να φέρει και οι δρόμοι χωρίζουν, οι καρδιές όμως δεν αδειάζουν, η δικιά μου τουλάχιστον. Κι έτσι, μέσα σε όλο αυτό, έπεσα στις βόλτες μου στο ίντερνετ πάνω σε κάτι πολύ πολύ μακρινό, αναμνήσεις από την εφηβεία μου, τότε που ονειρευόμουν ότι θα γίνω κλασσική κιθαρίστρια, και είχε βγεί, για μια χρονιά μόνο, ένα περιοδικό, το TAR, και μετά σταμάτησε, γιατί φυσικά πως να συντηρήσει το κοινό της κλασσικής κιθάρας ένα τόσο εξειδικευμένο περιοδικό, το οποίο ήταν εκπληκτική δουλειά, και τα έχω τα τεύχη στη βιβλιοθήκη μου σε περίοπτη θέση, τα φέρω τιμητικά, μαρτυρία του τι ήμουνα, υπενθύμιση του πρώτου ονείρου που εγκατέλειψα, που μάλλον ήταν και το μεγαλύτερο, απόδειξη του πόσο λίγη ήμουνα για τα όνειρά μου, αλλά και πόσο πολύ είμαι που τουλάχιστον τα έκανα, και κάνω ακόμη, άσε πάλι πλαγιοδρόμησα, έπεσα λοιπόν πάνω, στην νέα, ηλεκτρονική του έκδοση (http://www.tar-radio.com/), και από εκείνη τη στιγμή ακούω κιθαριστικές μελωδίες, θυμάμαι όλες εκείνες τις συναυλίες που πήγα, εννοείται τον δάσκαλο μου, τι να κάνεις άραγε βρε Στέφανε, πόσο πολύ σε αγάπησα και σένα, και εννοείται είσαι ακόμη μεσα στην καρδιά μου, ανεκπλήρωτοι έρωτες, εκπληρωμένοι έρωτες, φιλίες, συγγενείς που αγαπώ να μίσω, και συγγενείς που απλά αγαπώ, μεγάλο σόι, στιγμές, στιγμές, στιγμές, και αιωνιότητες, γιατί οι στιγμές είναι συνεχεια εκεί, μέσα μου, να διαρκούν, να παίζονται ξανά και ξανά και ξανά. Δε νομίζω ότι υπάρχει στιγμή άξια προσοχής που να καταφέρνει να παραμένει στιγμή, και φυσικά με τίποτα δεν καταφέρνει να παραμείνει ακέραιη, επαναλαμβάνεται μεταλλασόμενη, και από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Να μια στιγμή, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές μέσα στο κεφάλι μου, μόλις άλλη μία. Τον Στέφανο τον αγαπούσα με πάθος από τα δεκατέσσερα μου μέχρι τα δεκαεφτά μου. Η μη ανταπόκριση στον έρωτα μου, οι πανελλήνιες, το ωδείο που κλεισε, η τεμπελιά μου και ένας νέος έρωτας, οδήγησαν το δρόμο μου να χωρίσει από τον δικό του. Στα δεκαεννιά μου, συναντηθήκαμε ξανά. Δε θυμάμαι πως. Θυμάμαι ότι είχε έρθει σπίτι μου, θυμάμαι ότι είχα ντυθεί προκλητικά, θυμάμαι ότι ήταν μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα. Θυμάμαι αυτό το ένα φιλί που μου έδωσε. Κι εγώ φοβήθηκα ότι θα ξαναπάθω κόλλημα μαζί του και το σταμάτησα εκεί. Αυτό το φιλί, με τον ήλιο να πέφτει πάνω στα πρόσωπα μας, αυτή είναι μια τέτοια στιγμή. Άραγε στο δικό του κεφάλι υπήρξε ποτέ επανάληψη. Και αν θυμάται, τι ακριβώς θυμάται; οεο; Και να άλλη μία στιγμή. Άλλος ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Νώντας. Μέσα σε μια σπηλιά, σε εκδρομή της ΕΣΕ, βρίσκει κάτι όμορφες άσπρες πέτρες. Σηκώνει μία και μου τη προσφέρει. Δε θυμάμαι τι μου είπε. Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα του και το χέρι που προσφέρει,επαναλαβμανόμενη σκηνή μέσα στο κεφάλι μου, ειδικά το τελευταίο καιρό, γιατί τυχαίνει η νέα μου πατρίδα να ναι σε απόσταση αναπνοής από εκείνη την σπηλιά! Παρεπιμπτόντως, τη πέτρα τη κουβάλουσα πάνω μου συνέχεια, για περίπου δύο χρόνια, όπου την έχασα, τι ειρωνία μέσα σε μιά άλλη σπηλιά, και ήμουνα απαρηγόρητη. Να άλλη μια στιγμή. Ο θόρυβος που έκανε η πέτρα όταν έφυγε από πάνω μου, εγώ κρεμασμένη σε ένα σχοινί, και χτύπησε το πάτο της σπηλιάς. Ακόμη εκωφαντικός είναι. Πως ξέφυγα πάλι έτσι... Από πλάσματα αγγελικά πλασμένα και αλλιώτικές μέρες έφτασα εδώ. Πίσω στο τραγούδι λοιπόν, και στην άρνηση μου. Το κόσμο λοιπόν τον μέτρησα πολλές φορές, θα τον μετρήσω άλλες τόσες, μέσα στα απλά είναι τα ωραία, φυσικά, ζωή απλή και ωραία δε λέω πάντα, (κι ας είναι η ζωή και άλλα πολλά, ο καθένας επιλέγει αυτά που αντέχει) αλλά, αλλά, δε μπορώ να είμαι άστρο που γιαλίζει μέσα σε ανθρωπάκια σκοτεινά ρε γαμώτο, δε μπορούμε να μαστε όλοι λαμπεροί; oh pretty pretty please? Εγώ δε γυαλίζω εξάλλου από μόνη μου, δεν είμαι αυτόφωτο, είμαι καθρέφτης, των ανθρώπων και των στιγμών που χω στη καρδιά μου. Κι αν γυάλιζα σήμερα ήταν γιατί ήμουνα με την οικογενεια μου, ηλιόλουστη μέρα με καφέ. και μετά είδα το ανεψούδι μου (αυτό είναι αυτόφωτο!). Τι καλό που κάνει ένας καφές!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)