Κυριακή, Απριλίου 10, 2011

αυτά

Καθόμαστε με τους κουμπάρους σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι, ήλιος, πλατεία, τα παιδιά παίζουν, χαρά θεού, συμπαθητικό φαγητό, όμορφη παρέα, τι άλλο να ζητήσει κανείς। Κι έτσι όπως έχουμε αποφάει, και είμαστε πλήρεις από όμορφη παρέα, και ωραία κουβέντα και χαρούμενα παιδιά, κι όλα καλά, μια γιαγιά, γύρω στα εβδομήντα, καλοστεκούμενη, με το ταγεράκι της, περιποιημένη, στέκεται κοντά στο τραπέζι μας, και μας λέει: "Τώρα που τελειώσατε τι με καλέσατε;" Παίρνει μια μπουκιά ψωμί, "Μπορώ;" και βάζει λίγη φάβα। "Είμαι και γριά δε μπορώ να μασήσω καλά"। Καθίστε της λέμε, παίρνει ένα πιάτο με κάτι μακαρονάκια που είχανε περισσέψει και τρώει। "Τι τραβάει η ψυχή σας να σας το παραγγείλουμε;" "Τίποτα, τίποτα κοπέλα μου, την ευχή μου να χετε"

Γαμώτο μου, θα μπορούσε να είναι η μάνα μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου, γαμώτο μου. Τα αποφάγια μου. Και δε με άφησε ούτε ένα πιάτο φρέσκο φαγητό να της προσφέρω γαμώτο μου.

Και σιωπώ