Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011

Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα!

Θα λεγα δε πάω καλά. Αλλά όχι, μια χαρά πάω.
Παρέλαση. Τα παιδιά περνάνε μπροστά μας. Κορίτσια λεβέντικα, περπάτημα περήφανο. Αγόρια έφηβα, μουρόχαβλα. Δεν άλλαξε και τίποτα από τις μέρες μου. Κάνω μια έτσι, και καμαρώνω κάτι κοριτσάρες, δεκάξι, δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, να βαράνε τα τύμπανα, το κεφάλι ψηλά, και με πιάνουν τα κλάματα. Που να κρυφτώ, να μη με πάρουνε χαμπάρι. Πρώτη σκέψη δε πάω καθόλου καλά. Μόνο για λίγο. Δεύτερη σκέψη, απόλυτη επίγνωση του γιατί βούρκωσα, και τιμή μου και καμάρι μου. Μια χαρά πάω. Όσο μπορώ ακόμη να πληγώνομαι και να ντρέπομαι κοιτάζοντας αυτά τα παιδιά, το παρελθόν, το κάποτε μέλλον μου, το μέλλον τους, και να πονάω, μια χαρά πάω.

Λέει σήμερα, ο χριστιανισμός γιορτάζει την εξύψωση του ανθρώπου. Η Πατρίδα, το ότι αναγεννήθηκε, και σχηματίστηκε. Κάποτε.

Ο γιος μου ότι δεν έχει διάβασμα.

Εγώ, το ότι ακόμη έχω πράγματα να χάσω.

*Ο τίτλος από άρθρο του Μάνου Στεφανίδη, από το οποίο μόνο αυτή η φράση μου μίλησε, αλλά μου μίλησε.

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2011

Άλλο δεν έχει, εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου

Τη παραπάνω φράση τη πρωτοδιάβασα στο Νίκο Ξυδάκη. Μετά ξανασυναντηθήκαμε στης φιλενάδας, έτσι για να την εμπεδώσω. Και λόγω της φιλενάδας την ξαναθυμήθηκα.
Έτσι είναι φιλενάδα, έτσι απλά. Σκληρό; Άδικο; Παράλογο; Φυσικά. Αλλά έτσι είναι. Ότι μας λάχει, αυτό είναι, αυτό ζούμε, αυτό είναι η ζωή μας, να το κάνουμε ότι μπορούμε. Να πάρουμε από αυτό ότι προλάβουμε, ότι μας κάτσει, ότι είναι. Πριν και μετά; Niente. Και αυτό που είναι, είναι αρκετό; Όχι. Άλλα δεν έχουμε και τίποτα άλλο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σχέδιο. οϋτε νόημα, ούτε σκοπός. Και όλα είναι απλά ένα τυχαίο γεγονός. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται, και βγάζουν κάτι παραπανήσιο. Ικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Κατάλληλες συγκυρίες; Ίσως, ίσως κι όχι. Κάποιοι παίρνουν αυτό που τους δίνεται και τα κάνουν μαντάρα. Ανικανότητα; Ίσως, ίσως κι όχι. Οι συνθήκες; Θα θελα, γιατί στους τελευταίους μάλλον ανήκω, αλλά δε νομίζω. Το όλον είναι απλά μια ωδή στη κυριαρχία της τυχαιότητας. Δεν έχει σημασία εξάλλου να το πολυψάχνεις. Και δε νομίζω ότι έχει σημασία τι θα πάρεις, πόσα θα τα καταφέρεις, που θα καταλήξεις. Κανένας δε μετράει. Κανείς δε βαθμολογεί. Ο μόνος που κρατάει μετρο, και απαιτεί, είναι το εγώ μας. Ποιός έχει εξάλλου τα εχέγγυα για να κρίνει, ποια ζωή αξίζει και ποιά όχι. Και ο εσωτερικός κρίτης, ποιες φωνές ακούει, ποια κοινωνία και καταβολές γαλούχησαν τη κρίση του; Δεν υπάρχει κριτήριο καλή μου, οπότε δε μπορείς και να αξιολογήσεις και να βάλεις ένα βαθμό στη ζωή σου. Δεν δύνασαι. Βάζεις, και βάζω, αλλά είναι ένας βαθμός που δε σημαίνει τίποτα. Γιατί δε μπορεί να υπάρξει κριτήριο.

Εκεί που δουλεύω τώρα, δουλεύουν και καμιά εξηνταριά εργάτριες. Δουλειά σκληρή, άχαρη, με φωνές, το αφεντικό πάνω από το κεφάλι, και ένα συνεχή φόβο μη χαθεί η δουλειά. Μεροκάματο τριάντα ευρώ. Δε μπορεί ο σκοπός του ανθρώπου και το μεγάλο σχέδιο να είναι αυτό. Γιατί σε αυτές μοιράστηκαν τόσες δυσκολίες και σε μένα λιγότερες; Καλύτερη είμαι; Τάχθηκα για ανώτερα πράγματα; Πόσο, μα πόσο ματαιόδοξο και κενό από μέρους μου να απαιτώ οτιδήποτε περισσότερο από αυτές, και να βγαίνω και παραπονούμενη. Ύβρις. Δεν είμαι καλύτερη, τυχερή είμαι.

Αυτό που ζω, είναι η ζωή μου, αυτό που μου λαχε, να το κάνω ότι με φωτίσει, ότι να ναι. Δεν έχει σημασία. Δεν πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα.

Δεν είναι δύναμη φιλενάδα. Δεν είναι ούτε καν παραίτηση. Ούτε απλοποίηση. Ούτε μηδενισμός.

Μπορώ να υπάρχω σε αυτόν κόσμο κάνωντας το μικρότερο δυνατόν κακό στους γύρω μου και στο περιβάλλον μου; Μπορώ τουλάχιστον να χαρώ τα όσα λίγα κι αν είναι που μου μοίρασε η τύχη; Μπορώ να κάνω εν τέλει τη ζωή όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνη; Ε; Ε;
Ε, κι αν δε μπορώ, δεν έγινε και τίποτα.

Και σημείωσε. Είναι επώδυνη η ζωή, γιατί έχουμε ακόμη πράγματα να χάσουμε. Και έχουμε και όνειρα να χάσουμε. Και ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να κάνουμε τη δική τους ζωή πιο ευχάριστη.
Αλλιώς δε θα τανε τόσο επώδυνη. Και θα ταν ποιο εύκολο να "μεγαλουργήσουμε". Αλλά θα ήταν ελαφρώς πιο άδεια, με τα δικά μας τουλάχιστον μέτρα και σταθμά, δε νομίζεις;
Φιλάκια.

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2011

Στο πλευρό του ανώφελου... και γιατί όχι;


Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι) του Κώστα Βάρναλη
Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


δημοσιευμένο το 1927 παρακαλώ.

Σημειωτέον, μεγάλωσα στη σκιά του, πιθανότατα του χρωστώ τη γλώσσα μου, αλλά ακριβώς; μα ακριβώς.

Και μετά, είναι κι αυτό

Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
―έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.


Αφορμή φωτογραφίες στο φατσοβιβλίο από περσινή συνάντηση/reunion. Θυμήθηκα αυθόρμητα το πρώτο ποίημα και μελαγχόλησα.
Ψάχνωντας να το βρω στο ιντερνέτ, έπεσα τυχαία πάνω στο δεύτερο, και παραδόξως, ξε-μελαγχόλησα.
Γιατί εγώ, ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά του κονιάκ από το brandy, γευστικά εννοώ, είτε το ένα μου δώσεις είτε το άλλο, την ίδια ευχαρίστηση λαμβάνω, ούτε φυσικά καταλαβαίνω τη διαφορά των εφτά, πέντε και τριών αστέρων. Και εκεί την ίδια ευχαρίστηση λαμβάνω. Οπότε και το μηδέν μια χαρά. Μου κάνει.
Άσε που τη θάλασσα την κουβαλώ πάντα μέσα μου. Και η δικιά μου θάλασσα δεν είναι ούτε χαρούμενη, ούτε λυπημένη, απλά είναι. Και σε όποιον αρέσει.